Τα εκλογικά αποτελέσματα της ναζιστικής συμμορίας υποδηλώνουν μια σταθεροποίηση της πολιτικής της επιρροής. Κι όμως, όπως εξηγεί ο Θανάσης Καμπαγιάννης, κάτω από την επιφάνεια όλα αλλάζουν.
(Κείμενο: Θανάσης Καμπαγιάννης, Σοσιαλισμός από τα Κάτω, τεύχος 105, Ιούλης-Αύγουστος 2014)
Ας ξεκινήσουμε από το καμπανάκι: παρόλες τις αποκαλύψεις για την εγκληματική της δράση και τις προσπάθειες του αντιφασιστικού κινήματος, η Χρυσή Αυγή κατόρθωσε να διατηρήσει τον αριθμό των ψήφων που είχε πάρει τον Ιούνη του 2012, αυξάνοντάς τες κατά περίπου 110.000.
Πήρε 536.910 ψήφους στις Ευρωεκλογές (ποσοστό 9,39%, τρίτο κόμμα), ενώ τον Ιούνιο του 2012 ειχε πάρει 426.025 ψήφους (ποσοστό 6,92%, πέμπτο κόμμα) και τον Μάιο του 2012 είχε πάρει 440.966 (ποσοστό 6,97%, έκτο κόμμα). Στις περιφερειακές εκλογές πήρε 430.000 ψήφους (συμμετείχε στις 12 από τις 13 περιφέρειες) που ισοδυναμει με ποσοστό 8,1% (πεμπτο κόμμα). Στις δημοτικές εκλογές η Χρυσή Αυγή έκανε περιορισμένα κατεβάσματα σε 9 δήμους πανελλαδικά (ως Ελληνική Αυγή). Το καλύτερο αποτέλεσμά της ήταν προφανώς στην Αθήνα με το 16% του Κασιδιάρη, ενώ στις υπόλοιπες πόλεις το ποσοστό της κινήθηκε κατά μέσο όρο στο 5-6%. Συνολικά, από τα κατεβάσματα αυτά, η Χρυσή Αυγή κατόρθωσε να εκλέξει 3 ευρωβουλευτές, 26 περιφερειακούς συμβούλους και 14 δημοτικούς συμβούλους. Αξιοποιώντας αυτό το δίκτυο των εκλεγμένων, η Χρυσή Αυγή θα επιχειρήσει να σταθεροποιήσει την πολιτική επιρροή της και να θωρακίσει τον ναζιστικό πυρήνα και την εγκληματική της δράση πίσω από μια ανακαινισμένη πολιτική βιτρίνα. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που προέκυψε από τα εκλογικά αποτελέσματα: η φασιστική απειλή είναι υπαρκτή και δεν χωρά καμία υποτίμηση απέναντί της.
Κι όμως, το κλίμα στο εσωτερικό της Χρυσής Αυγής, τόσο στα γραφεία της όσο και στα κελιά των φυλακών, τα βράδια της 18 και της 25 Μάη ήταν κάθε άλλο παρά πανηγυρικό. Τα μούτρα του Κασιδιάρη στο “διάγγελμα” της 18 Μάη, τα αμήχανα χρυσαυγίτικα κείμενα των πρώτων ημερών και οι δημόσιες τοποθετήσεις για “τους Έλληνες που δεν καταλαβαίνουν” είναι περίτρανες αποδείξεις. Ένα αποτέλεσμα που από τους πολιτικούς αναλυτές και τους δημοσιογράφους των ΜΜΕ χαρακτηρίστηκε ως μια “εκλογική νίκη της Χρυσής Αυγής” (τοποθετήσεις που στη συνέχεια η ηγεσία της οργάνωσης αναγκάστηκε να αναπαράξει για να τονώσει τους οπαδούς της) αντιμετωπίστηκε από τα στελέχη της με παγωμάρα και απογοήτευση. Γιατί;
Η πιο άμεση απάντηση είναι ότι η Χρυσή Αυγή περιορίστηκε σε μια συντήρηση δυνάμεων και απέτυχε να κάνει το επόμενο άλμα που τής ήταν τόσο απαραίτητο για να αποτελέσει την “είδηση της βραδιάς των εκλογών”. Η στρατηγική αυτή είχε συμπυκνωθεί στο στόχο να είναι ο Κασιδιάρης στον δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών της Αθήνας. Οι μεγαλοστομίες για τους επικείμενους “χρυσαυγίτες δημάρχους” ήταν πάντοτε κομμάτι της γνωστής γκαιμπελικής προπαγάνδας. Ωστόσο, η εκλογή του Κασιδιάρη στον δεύτερο γύρο θα ανάγκαζε όλα τα κόμματα να τοποθετηθούν εναντίον της Χρυσής Αυγής και να στηρίξουν ή να ανεχτούν την υποψηφιότητα Καμίνη. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο προπαγανδιστικό όπλο για τον “αντισυστημισμό” της Χρυσής Αυγής που στέκεται, δήθεν, μόνη της εναντίον ολόκληρου του “κλεπτοκρατικού πολιτικού συστήματος”. Δυστυχώς για τους ναζί, ο Κασιδιάρης απέτυχε. Η εντυπωσιακή άνοδος της υποψηφιότητας Σακελλαρίδη του ΣΥΡΙΖΑ σήμανε ότι ο οργανωτής των ταγμάτων εφόδου της συμμορίας έκοψε το νήμα τέταρτος (πίσω ακόμα και από τον Άρη Σπηλιωτόπουλο). Το υπερ-όπλο της Χρυσής Αυγής προσβλήθηκε από μια τυπική βλάβη: έπαθε αφλογιστία.
Δεν πρέπει όμως να αναζητήσουμε την αμηχανία στο εσωτερικό της Χρυσής Αυγής για τα αποτελέσματα μονάχα στους συμβατικούς εκλογικούς υπολογισμούς. Υπάρχει κάτι βαθύτερο που την εξηγεί και βρίσκεται στην ίδια την ουσία του πολιτικού της σχεδίου. Η Χρυσή Αυγή έπαιξε εμφατικά για ενάμιση χρόνο το χαρτί των ταγμάτων εφόδου, πατώντας πάνω στην πολιτική επιτυχία της εισόδου της στην Βουλή τον Μάη-Ιούνη του 2012. Όμως το σχέδιο αυτό βρέθηκε αντιμέτωπο με μια γρήγορη αντισυσπείρωση ενός μαζικού αντιφασιστικού κινήματος. Έτσι, η φθινοπωρινή έφοδος του Σεπτέμβρη του 2013, με την κλιμάκωση της τρομοκρατίας στον Μελιγαλά, το Πέραμα και τη Νίκαια, αποδείχτηκε χάρτινη. Η αντιφασιστική έκρηξη μετά τη δολοφονία Φύσσα και η μερική άρση της ασυλίας των νεοναζί από κυβέρνηση και κρατικές αρχές σήμαναν την απώλεια του σημαντικότερου κεκτημένου της συμμορίας στην πολύχρονη ύπαρξή της: της νομιμοποίησής της ως “πολιτικού κόμματος”. Το κλείσιμο του Μιχαλολιάκου στη φυλακή και η έναρξη ποινικής δίωξης για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης αποτυπώνουν αυτη την προσωρινή ήττα. Απέναντι όμως σ’ αυτή τη δραματική αλλαγή των συνθηκών, η ηγεσία της Χρυσής Αυγής δεν έμεινε άπραγη.
Πολιτική στροφή
Η αλλαγή δεν είναι φανερή μόνο στην απότομη πτώση των ρατσιστικών επιθέσεων, έτσι όπως καταγράφεται από το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, την περίοδο μετά τον Σεπτέμβρη του 2013. Η Χρυσή Αυγή επιχείρησε πολιτική στροφή. Όπως συμβαίνει συχνά, η στροφή αυτή έγινε πιο φανερή στην επιλογή των προσώπων κατά την πρόσφατη εκλογική μάχη. Η Χρυσή Αυγή χρειάστηκε να κατεβάσει περίπου 800 υποψηφίους, σε αντίθεση με τα παλιότερα πέτρινα χρόνια που κατέβαζε 50-60 άτομα πανελλαδικά. Η επιλογή των υποψηφίων δίνει μια καλή εικόνα της πολιτικής της μετατόπισης. Κρίνοντας από τις επιλογές για το ευρωψηφοδέλτιο και τους υποψήφιους περιφερειάρχες και δημάρχους, η Χρυσή Αυγή αναγκάστηκε να υποκαταστήσει την ανεπάρκεια δικών της στελεχών με παλιά στελέχη του ΛΑΟΣ και της Νεας Δημοκρατίας, καθώς και με άφθονους αξιωματικούς των σωμάτων ασφαλείας (της αστυνομίας και, ιδίως στις Ευρωεκλογές, του στρατού).
Αν το εκλογικό αποτέλεσμα της Χρυσής Αυγής ήταν καλύτερο (αν κατόρθωνε δηλαδή να κάνει το άλμα που υποσχόταν στους οπαδούς της), τότε η στρατηγική αυτή θα ήταν διπλά πετυχημένη: αφενός θα σήμαινε την οριστική εγκόλπωση ενός κομματιού της παλιάς άκρας δεξιάς στο νεοναζιστικό πολιτικό σχέδιο, αφετέρου θα άνοιγε το δρόμο για έναν νέο γύρο επιθέσεων των ταγμάτων εφόδου. Και τα δύο αυτά στοιχεία θα ήταν κρίσιμα για το παρασκηνιακό παζάρεμα της ακύρωσης της ποινικής δίωξης για την εγκληματική οργάνωση. Όμως η στροφή προς μια “σοβαρότερη Χρυσή Αυγή” πριν τις εκλογές και το άνοιγμα των ψηφοδελτίων της σήμαναν τελικά μονάχα το ισοφάρισμα των ψήφων που χάθηκαν μετά τις αποκαλύψεις για τη δολοφονία Φύσσα, με το κέρδισμα νέων, κατά βάση απογοητευμένων πρώην ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας.
Σε αντιστάθμισμα, η Χρυσή Αυγή παρέδωσε τις έδρες των ευρωβουλευτών της σε δύο ανώτατους στρατιωτικούς και στον πατέρα του δολοφονημένου Χρυσαυγίτη Φουντούλη, ενω παλιά στελέχη του ΛΑΟΣ (όπως ο Γούδης που εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος της Χρυσής Αυγής στην Αθήνα) τρύπωσαν στις τάξεις της. Τα “ανοίγματα” της Χρυσής Αυγής θα μεγαλώσουν τώρα τις πιέσεις πάνω στον ηγετικό της πυρήνα να “σοβαρευτεί” ακόμα περισσότερο και να προσαρμοστεί στην κοινοβουλευτική κανονικότητα. Τα παλιότερα στελέχη της Χρυσής Αυγής που απέτυχαν να εξαργυρώσουν τους “αγώνες” τους και τα μέλη των ταγμάτων εφόδου (κάποιοι από αυτούς ήδη στη φυλακή) έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται τι αλήθεια κέρδισαν από όλη αυτή την ιστορία.
Ο Κρις Χάρμαν έχει περιγράψει ανάγλυφα αυτή την αντίφαση στο κέντρο κάθε φασιστικού κινήματος, σε ένα άρθρο του για την Ινδία το 2004: “Ο φασισμός είναι ένα κίνημα που εξαρτάται από την ακατάπαυστη ορμή του προς τα εμπρός, ώστε να κάνει τους οπαδούς του να ξεχνούν τα οικονομικά και κοινωνικά τους συμφέροντα που μπορούν να τους εμπλέξουν σε κοινούς αγώνες με τους εργατες και τις μειονότητες για έναν καλύτερο κόσμο. Όπως είχε πει μια φορά ο Χίτλερ: “ο μικρός άνθρωπος νιώθει σαν σκουλήκι, αλλά εμείς τον τοποθετούμε σε ένα κίνημα που τον κάνει να νιώθει κομμάτι ενός μεγαλου δράκου”. Είναι ομως πολύ δύσκολο να συντηρείς ένα κίνημα με μια τέτοια ορμή, αν αυτό κρατιέται μακριά από την εξουσία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Τότε είναι που ξεκινάνε οι διασπάσεις ανάμεσα σ’ αυτούς που έλκονται να αποδεχτούν τους καρπούς της κανονικής κοινοβουλευτικής επιρροής και σ’ εκείνους που είναι ανυπόμονοι για μια απευθείας σύγκρουση”.[1]
Οι εντάσεις αυτές έχουν κιόλας αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στον πυρήνα της Χρυσής Αυγής. Η ποινική δίωξη και η φυλάκιση των στελεχών της τις επιτείνουν (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι “ανεξαρτητοποιήσεις” Αλεξόπουλου και Μπούκουρα). Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, ο ρόλος που θα επιλέξει το κάθε στέλεχος της οργανωσης (αυτός του “σοβαρού” και “μετριοπαθούς” ή αντίθετα του “σκληρού” και “ασυμβίβαστου”) δεν εξαρταται από την ιδιοσυγκρασία του, αλλά πολλές φορές μόνον από τη συγκυρία. Έτσι, αυτή τη στιγμή ο Μιχαλολιάκος φαίνεται να υιοθετεί τον ρόλο του σκληρού και δεν διστάζει να δημοσιοποιήσει την “διαφωνία” του, γεγονός πρωτοφανές για την ιστορία της οργάνωσης.
Ήδη, στα μέσα της Χρυσής Αυγής έχουν δημοσιευτεί κείμενα δημόσιας κριτικής προς τις επιλογές της ηγεσίας που βρίσκεται εκτός φυλακών.[2] Η σημαντικότερη παρέμβαση ήταν αυτή του φύρερ Μιχαλολιάκου στην εφημερίδα “Εμπρός” (31/05/2014): «Συναγωνιστές και Συναγωνίστριες, σίγουρα επιτύχαμε μία Νίκη, αλλά ΔΥΣΤΥΧΩΣ δεν έλειψαν τα φαινόμενα παλαιοκομματισμού, πολιτικαντισμού, φαινόμενα τα οποία χαρακτηρίζουν ένα αστικό και όχι επαναστατικό κόμμα. Αυτό θέλετε για την Χρυσή Αυγή; Εγώ ΟΧΙ! Και να ξέρετε πως ο μεγαλύτερος εχθρός του Κινήματός μας είναι όλοι αυτοί που λένε “ν’ αλλάξουμε”…».[3] Η παρέμβαση του Μιχαλολιάκου συνοδεύτηκε από πολεμικά κείμενα εσωκομματικής υποστήριξής του από τη “νεολαία” της οργάνωσης.[4]
Δεν έχει κανένα νόημα να προβλέψουμε την εξέλιξη αυτής της διαμάχης, που στην περίπτωση του ηγετικού πυρήνα της Χρυσής Αυγης θα κριθεί περισσότερο στη σφαίρα του οργανωμένου εγκλήματος και λιγότερο της εσωκομματικής πολιτικής (με δεδομένη τη διασύνδεση χρυσαυγίτικης πολιτικής δράσης και ποινικού εγκλήματος). Αυτό που αξίζει να κρατήσουμε είναι ότι η ναζιστική συμμορία αντιμετωπίζει μια αυξανόμενη ένταση ανάμεσα στο στρατηγικό πολιτικό της σχέδιο (την οικοδόμηση ταγμάτων εφόδου) και στον τακτικό ελιγμό της κοινοβουλευτικής της παρουσίας και του “ανοίγματος” στην παραδοσιακή δεξιά για να αντιμετωπίσει την ποινική δίωξη σε βαρος της. Το εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να νομιμοποιεί εκ νέου τη συμμορία ως “πολιτικό κόμμα”, αλλά δεν θεραπεύει αυτή την (όχι πλέον τόσο) υποβόσκουσα ένταση.
Το αντιφασιστικό κίνημα
Τι σημαίνουν λοιπόν αυτά για το αντιφασιστικό κίνημα και τη δράση του; Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα σε τρία επίπεδα.
Το αντιφασιστικό κίνημα έχει αρχικά να συγκρουστεί με την προσπάθεια της Χρυσής Αυγής να ομαλοποιήσει την πολιτική της παρουσία, αυτό που στη Γαλλία (όσον αφορά το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν) είχε πάρει τον χαρακτηριστικό τίτλο “απο-διαβολοποίηση”. Είναι μια κρίσιμη μάχη που θα κριθεί δρόμο το δρόμο, συγκέντρωση τη συγκέντρωση και συμβούλιο το συμβούλιο. Εκτός της διοργάνωσης αντισυγκεντρώσεων εκεί που η Χρυσή Αυγή προσπαθεί να ξεμυτίσει στις γειτονιές, χρειάζεται η αμφισβήτηση του δικαιώματος των εκλεγμένων της να παρίστανται στα συμβούλια όπου έχουν εκλεγεί σαν να επρόκειτο για ένα “νόμιμο πολιτικό κόμμα”.
Η αλλαγή σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα έγκειται στο ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει δεύτερες σκέψεις για το αν απέδωσε η προσπάθεια απομόνωσης της Χρυσής Αυγής, μιας και οι δεξιές ψήφοι τελικά δεν επαναπατρίστηκαν προς τη ΝΔ. Δεν είναι λοιπόν καθόλου αυτονόητο ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις στα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια θα μποϋκοτάρουν την παρουσία των νεοναζί. Το γεγονός μάλιστα ότι σε διάφορες περιπτώσεις, οι εκλεγμένοι της Χρυσης Αυγής δεν είναι μέλη ταγμάτων εφόδου, αλλά κυριλέ ακροδεξιοί θα χρησιμοποιηθεί υπέρ της συμμορίας. Ας φέρουμε ένα ακραίο παράδειγμα για να γίνουμε σαφείς: στη Θεσσαλονίκη, μία δημοτική σύμβουλος της Χρυσής Αυγής είναι άτομο με αναπηρία και, μέσα από αυτό, οι νεοναζί επιχειρούν να λανσάρουν ένα “ανθρώπινο πρόσωπο” που θα νομιμοποιήσει την παρουσία τους, τη στιγμή που το Δημοτικό Συμβούλιο έχει πάρει απόφαση ότι η Χρυσή Αυγή είναι ανεπιθυμητη στην πόλη (στα πλαίσια της προετοιμασίας της φετινής 22 Μάρτη).
Η απάντηση πρέπει να είναι κρυστάλλινη: κάθε νομιμοποίηση της παρουσίας της συμμορίας σε ένα δημοτικό ή περιφερειακό συμβούλιο αποτελεί κινδυνο για τα δημοκρατικά δικαιώματα, τις ελευθερίες, την ίδια την φυσική ύπαρξη της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοίκων μιας πόλης, ανάμεσά τους και των ατόμων με ειδικές ανάγκες που θα αποτελέσουν στόχο προς “ρευστοποίηση” αν ποτέ οι νεοναζί καταλάβουν την εξουσία. Τέτοια θα πρέπει να είναι η απάντηση σε κάθε συμβούλιο και η Αριστερά έχει να πρωτοστατήσει ότι θα υιοθετηθεί ως επίσημη θέση από κάθε φορέα και κάθε συλλογικό όργανο.
Το αντιφασιστικό κίνημα, εκτός του να απομονώσει τη Χρυσή Αυγή, έχει περαιτέρω το καθήκον να αμφισβητήσει τον έλεγχο και τη σχέση της με το μισό εκατομμύριο των ψηφοφόρων της. Άνοιξε πριν τις δεύτερες εκλογές μια συζήτηση για το αν οι 500.000 που ξαναψήφισαν Χρυσή Αυγή είναι τελειωμένοι φασίστες και για το αν τα “δημοκρατικά κόμματα” θα πρέπει να τους απευθύνονται για να τους κερδίσουν. Από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, η συζήτηση αυτή είναι υποκριτική: η στρατηγική της ΝΔ είναι η υιοθέτηση της ατζέντας των νεοναζί (όπως το έκανε ο Σπηλιωτόπουλος με το τζαμί ή ο Δένδιας με τους μετανάστες), συνοδευόμενη από “καταγγελίες” για την εγκληματική τους δράση. Η στρατηγική αυτή δεν παίρνει ψήφους από τη Χρυσή Αυγή, αλλά αντίθετα τής προσθέτει. Γι’ αυτό και δεν μπορεί η Αριστερά να μιλάει σαν να είναι η ΝΔ κομμάτι κάποιου “αντιφασιστικού”, “συνταγματικού τόξου”.
Για την Αριστερά, όμως, τα πράγματα είναι πιο συγκεκριμένα. Ο φασισμός είχε πάντα σαν στόχο να αμφισβητήσει τη συλλογικότητα της εργατικής τάξης, όπως αυτή εκφράζεται με τη συμμετοχή στα συνδικάτα και την υποστήριξη στην Αριστερά, αρχικά διαβρώνοντας και στη συνέχεια τσακίζοντάς της. Μπορεί ο κορμός κάθε φασιστικού κινήματος να είναι μικροαστικός (και η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται περίτρανα κοιτάζοντας, λόγου χάρη, τα επαγγέλματα των βουλευτών της Χρυσής Αυγής που είναι συντριπτικά μικροαστικά). Ωστόσο, ένα φασιστικό κίνημα επιχειρεί πάντα να αποκτήσει ρίζες και οπαδούς μέσα στην εργατική τάξη (η προσπάθεια της Χρυσής Αυγής στο Πέραμα για το κτίσιμο εργοδοτικού σωματείου και την τρομοκράτηση του ΠΑΜΕ είναι χαρακτηριστική).
Μια αντιφασιστική στρατηγική που εγκαταλείπει κάθε αμφισβήτηση της σχέσης της Χρυσής Αυγής με το μισό εκατομμύριο που την ψήφισε είναι ένα πελώριο αυτογκόλ: αφενός γιατί βασίζεται στην υπόθεση ότι η Χρυσή Αυγη “ελέγχει” αυτούς τους ψηφοφόρους που είναι λάθος. Η οργανωτική σχέση ναζιστικού πυρήνα και ψηφοφόρων είναι ακόμα πολύ αδύναμη, γεγονός που φάνηκε στους 200-300 συγκεντρωμένους έξω από την Ευελπίδων όταν συλλάβανε τον Μιχαλολιάκο. Αφετέρου γιατί μέσα στο μισό εκατομμύριο ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής υπάρχουν εργάτες και άνεργοι που κανένα υλικό συμφέρον δεν έχουν από την επικράτησή της, όσο “αντισυστημισμό” και αν πουλάει η συμμορία. Για να κατορθώσει το αντιφασιστικό κίνημα – και βέβαια η Αριστερά – να σπάσει αυτούς τους ψηφοφόρους από τη Χρυσή Αυγή, θα χρειαστεί ένας αιχμηρός, αντισυστημικός και ταξικός λόγος.
Η επιτυχία της Χρυσής Αυγής δεν θα κριθεί μόνο στη δυνατότητά της να μετατοπίζει προς τα δεξιά τον ιδεολογικό μέσο όρο των ψηφοφόρων της, μετατρέποντάς τους από “αγανακτισμενους” σε “φασίστες”. Αυτό βεβαίως χρειάζεται να το κάνει, και το γεγονός ότι διαθέτει πλέον ένα κομμάτι που τη στήριξε τον Μάη-Ιούνη του 2012 και την ξαναψήφισε εν γνώσει της δολοφονίας Φύσσα είναι ένα πλεονέκτημα σε σχέση με το παρελθόν. Το παιγνίδι ωστόσο θα κριθεί στο κατά πόσο θα κατορθώσει να μετατρέψει ένα τμήμα από τους παθητικούς ψηφοφόρους σε οργανωμένη δύναμη στις γειτονιές και τους δρόμους. Το αντιφασιστικό κίνημα έχει να παλέψει βήμα βήμα ενάντια στη συγκρότηση αυτής της αντιδραστικής δύναμης: σπάζοντας τα μειοψηφικά κομμάτια των εργαζόμενων και των ανέργων που μπορεί να ψήφισαν Χρυσή Αυγή, εξουδετερώνοντας τη διάθεση μικροαστικών στρωμάτων να χτίσουν τάγματα εφόδου με την αντιπαράθεση ενός μαζικού κινήματος που θα ελέγχει τους δρόμους και, τέλος, τσακίζοντας τον σκληρό ναζιστικό πυρήνα που κρύβεται πίσω από την πολιτική βιτρίνα του “κόμματος” και των ψηφοφόρων.
Η ποινική δίωξη και το κίνημα
Το τρίτο επίπεδο στο οποίο πρέπει να παρέμβει το αντιφασιστικό κίνημα είναι αυτό της ποινικής δίωξης της ηγεσίας της Χρυσής Αυγης. Η δίωξη είναι αποτέλεσμα του εξαναγκασμού της κυβέρνησης (για τις κρατικές αρχές δεν χρειάζεται να αναφερθούμε, είναι απόλυτα διαβρωμένες από τη συμμορία). Το αντιφασιστικό κίνημα πρέπει να είναι παρόν όχι μόνο στις χωριστές δίκες στις οποίες κρίνεται η καταδίκη των φασιστών (υποθέσεις Λουκμάν, Πλατείας Αμερικής, Μεταμόρφωσης. Π. Φαλήρου, και μπροστά μας υποθέσεις Σκορδέλη, στέκι Αντίπνοια, κλπ), αλλά και στη μεγάλη δίκη για την εγκληματική οργάνωση και φυσικά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.[5] Η συγκρότηση της πρωτοβουλίας δικηγόρων για την Πολιτική Αγωγή του αντιφασιστικού κινήματος “JailGoldenDawn” και η εξασφάλιση της παρουσίας της στη δίκη της Χρυσής Αυγής είναι σημαντικά κρατούμενα: η έναρξη της δίκης πρέπει άμεσα να οριστεί το ταχύτερο δύνατο χωρίς κωλυσιεργίες και το αποτέλεσμά της να ειναι η παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων και το κλείσιμό τους στη φυλακή.
Χωρίς να δημιουργεί αυταπάτες για το τσάκισμα της φασιστικής απειλής που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από ένα μαζικό αντιφασιστικό κίνημα, η πολιτική αγωγή του αντιφασιστικού κινήματος μπορεί να προσφέρει απτά αποτελέσματα. Κατά πρώτον, να παρεμποδίσει έμπρακτα τη στροφή της Χρυσής Αυγής προς τη νομιμοφάνεια, θυμίζοντας τις εγκληματικές δράσεις της συμμορίας και αναδεικνύοντας όσες έμειναν ατιμώρητες. Η δημοσίευση της αναφοράς στον Άρειο Πάγο για το χρυσαυγίτικο πογκρόμ του Μάη του 2011 μετά τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη είναι μια τέτοια προσπάθεια, που δυσκολεύει τους Κασιδιάρηδες και τους Παναγιώταρους να υποδυθούν τους γραβατοφορεμένους πολιτικούς. Κατά δεύτερον, να οξύνει τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις και τις φυγόκεντρες τάσεις των στελεχών της συμμορίας. Οι αποκαλύψεις του Ηλία Σταύρου, επιστημονικού συνεργάτη και μεσαίου στελέχους της οργάνωσης, δένουν από τα μέσα το κατηγορητήριο και ανοίγουν το δρόμο και σε άλλα στελέχη να σπάσουν τη μαφιόζικη ομερτά. Και τελευταίο, η πολιτική αγωγή μπορεί να αναδείξει τις βαθιές διασυνδέσεις της ναζιστικής συμμορίας με το κράτος και την κυβέρνηση Σαμαρά.
Οι επόμενοι μήνες προσφέρουν πολλές ευκαιρίες για να συζητήσουμε, να οργανώσουμε και να επαναπροσανατολίσουμε το αντιφασιστικό κίνημα στις νέες ανάγκες που αναδεικνύει η συγκυρία: από τις πολιτικές εκδηλώσεις της Αριστεράς και τα αντιρατσιστιστικά φεστιβάλ του καλοκαιριού μέχρι τις συνελεύσεις της ΚΕΕΡΦΑ και την ετήσια συνάντησή της τον Οκτώβρη, οπότε θα μπορέσουμε να κάνουμε έναν απολογισμό και να προγραμματίσουμε τις νέες δράσεις μας. Το βέβαιο είναι ότι η μάχη ενάντια στη φασιστική απειλή θα απαιτήσει μια διαρκή και στοχευμένη κινητοποίηση για να αποδώσει καρπούς.
[Οι σημειώσεις περιέχονται στην έντυπη έκδοση του περιοδικού Σοσιαλισμός Από τα Κάτω].