(Κείμενο: Λένα Βερδέ, Εργατική Αλληλεγγύη, 5/12/2018)
Ξεκίνησε την Πέμπτη 29 Νοέμβρη η εξέταση μαρτύρων στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών για τη ρατσιστική ανθρωποκτονία του Πακιστανού μετανάστη εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν, το Γενάρη του 2013 στα Πετράλωνα. Παρόντες στο δικαστήριο ήταν οι δύο κατηγορούμενοι, Διονύσιος Λιακόπουλος και Χρήστος Στεργιόπουλος, οι οποίοι βρίσκονται στη φυλακή καταδικασμένοι πρωτόδικα σε ισόβια. Οι δύο δράστες, που στο δικαστήριο αποδοκιμάστηκαν από δεκάδες αντιφασίστριες και αντιφασίστες, είναι ταυτόχρονα κατηγορούμενοι ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Πρώτος κατέθεσε ο πατέρας του αδικοχαμένου Σαχζάτ, Χαντίμ Χουσεΐν, ο οποίος ταξίδεψε από το Πακιστάν για να είναι παρών στο δικαστήριο. Περιέγραψε το γιο του ως έναν άνθρωπο ήρεμο, ψύχραιμο και ευσυνείδητο, που «ποτέ δεν έδωσε δικαίωμα σε κανέναν», που «ούτε τσιγάρο δεν είχε καπνίσει ποτέ, ούτε έπινε αλκοόλ» και που «ήρθε στην Ελλάδα στα τέλη του 2008-αρχές 2009 για να δουλέψει» και να στέλνει χρήματα στην φτωχή πολυμελή οικογένειά του. «Μας έστελνε 300 με 400 ευρώ το μήνα, τα οποία τα περιμέναμε», είπε χαρακτηριστικά.
Ο Σαχζάτ δούλευε σε λαϊκή αγορά, έμενε στο Περιστέρι και πήγαινε στη δουλειά του στα Πετράλωνα με το ποδήλατό του. Αυτή ήταν η πορεία του και τη νύχτα της δολοφονίας του στις 17 Γενάρη του 2013. Ο Χαντίμ Χουσεϊν απέδωσε τη δολοφονία του γιου του σε ρατσιστικά κίνητρα, λέγοντας ότι τον σκότωσαν γιατί ήταν ξένος. Όπως τόνισε, ο Λουκμάν, μιλώντας τηλεφωνικά με τον ίδιο και τη μητέρα του, τους είχε ενημερώσει εκείνο το διάστημα ότι υπάρχουν ρατσιστικές επιθέσεις στην Ελλάδα από «ομάδες που κυνηγάνε τους ξένους γιατί δεν τους συμπαθούν και θέλουν να τους διώξουν όλους».
Αυτόπτης μάρτυρας
Στη συνέχεια κατέθεσε ο ένας αυτόπτης μάρτυρας, το σπίτι του οποίου βρίσκεται στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας ακριβώς στο σημείο της δολοφονίας στην οδό Τριών Ιεραρχών 69. Ο ίδιος άκουσε μαζί με τη σύζυγό του τα βογγητά του Λουκμάν και άνοιξε το παράθυρό του αμέσως μετά τα δολοφονικά χτυπήματα.
Στην κατάθεσή του, η οποία κρίνεται ως πολύ σημαντική, ο μάρτυρας είπε ότι ξύπνησε από τα βογγητά ενός ανθρώπου, χωρίς να ακούσει άλλη φωνή ή κάποιο «λεκτικό διαπληκτισμό», και περιέγραψε όσα είδε ανοίγοντας το παράθυρο.
Συγκεκριμένα, είδε πεσμένο στο δρόμο το ποδήλατό του Λουκμάν και δίπλα του (“παράλληλα σε αυτό”) το σκούτερ των δραστών, καταρρίπτοντας έτσι τον ισχυρισμό ότι οι δράστες δεν μπορούσαν να προσπεράσουν το ποδήλατο. Είδε τον Λουκμάν να παραπατάει και να προσπαθεί να φύγει μακριά από τους δράστες κοιτώντας πίσω του αν τον ακολουθούν, πριν πέσει λίγα μέτρα πιο κάτω στο έδαφος ακουμπώντας στην μπροστινή ρόδα ενός παρκαρισμένου φορτηγού.
Δεν είδε καμιά προσπάθεια ή κίνηση των δραστών να βοηθήσουν το θύμα. Αντίθετα, άκουσε τον οδηγό του σκούτερ (τον Στεργιόπουλο) να φωνάζει επιτακτικά στο συνεργό του “άντε έλα, πάμε να φύγουμε” και είδε τον Λιακόπουλο να περνάει αργά το δρόμο και να επιβιβάζεται στο σκούτερ. Είπε επίσης ότι η αποχώρηση των δραστών έγινε αφού ο Λουκμάν είχε πέσει κάτω (σε αντίθεση με τον ισχυρισμό τους πως όταν έφυγαν ο Λουκμάν ήταν όρθιος).
Επιπλέον, επιβεβαίωσε ότι αντελήφθη από την πρώτη στιγμή την αλλοδαπότητα του Λουκμάν, λέγοντας στη σύζυγό του όταν ακόμα βρίσκονταν στο παράθυρο: “κοίτα εκεί, τον ληστεύουν τον κακομοίρη τον Πακιστανό” (κάτι που έχει καταθέσει η σύζυγός του). Ότι είδε πινακίδα στο σκούτερ χωρίς να συγκρατήσει το νούμερό της, κάτι που σημαίνει ότι οι δράστες, που βρέθηκαν στο Σύνταγμα χωρίς πινακίδα, την αφαίρεσαν αμέσως μετά τη δολοφονία για να αποφύγουν τον εντοπισμό τους. Τέλος, απέκλεισε την πιθανότητα να εμπόδιζε το ποδήλατο του Λουκμάν την προσπέραση του σκούτερ των δραστών (σύμφωνα με το γνωστό ισχυρισμό τους για “διαπληκτισμό δι’ ασήμαντη αφορμή” που απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο), με δεδομένο το πλάτος του δρόμου της Τριών Ιεραρχών, ενώ περιέγραψε την πορεία του οχήματος επί της Τριών Ιεραρχών “προς την Καλλιθέα”, ακριβώς αντίθετα από το Σύνταγμα όπου και εντοπίστηκαν οι δράστες, διαψεύδοντας έτσι τον ισχυρισμό τους ότι “γυρνούσαν φυσιολογικά σπίτι τους στη Νέα Σμύρνη”.
Στη συνέχεια κατέθεσαν δύο αστυνομικοί που ήταν από αυτούς που, εποχούμενοι σε δύο μηχανές, έλαβαν το σήμα των αναζητήσεων και σε δέκα λεπτά εντόπισαν τους δράστες στην πλατεία Συντάγματος πάνω στο σκούτερ χωρίς (πια) πινακίδα. Τους έκαναν σήμα να σταματήσουν και τους έψαξαν, βρίσκοντας δύο στιλέτα-πεταλούδα, το ένα στο τσαντάκι του Στεργιόπουλου και το άλλο κρυμμένο στο παπούτσι του Λιακόπουλου. Το δεύτερο, όπως είπε ο ένας από τους δύο αστυνομικούς, «είχε πάνω αίμα, φαινόταν φρέσκο, όχι ξηραμένο». Οι αστυνομικοί περιέγραψαν τους δράστες ως ήρεμους και συνεργάσιμους, χωρίς ίχνη (κάποια μελανιά, γρατζουνιά ή σκισμένο ρούχο) συμμετοχής τους σε συμπλοκή λίγα λεπτά πριν. Είναι κάτι που αντικρούει τον ισχυρισμό των δραστών ότι δέχτηκαν επίθεση από τον Λουκμάν και ακολούθησε πάλη. Στους αστυνομικούς οι δράστες δήλωσαν ότι έφεραν τα στιλέτα “για την ασφάλειά τους”. Ωστόσο, ο Στεργιόπουλος είχε αλλάξει αργότερα τον ισχυρισμό του λέγοντας ότι ήταν “εργαλείο της δουλειάς του” ως πυροσβέστη.
Η εκδίκαση θα συνεχιστεί στις 14 και τις 22 Γενάρη του νέου έτους στο Εφετείο.