ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ / ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ.
(Κείμενο: Γιώτα Τέσση, ΕφΣυν, 26/11/2018)
«Η σύζυγος του Θόδωρου Βουλγαρίδη, ενός από τα θύματα του NSU,
περιέγραψε παραστατικά τον ρόλο των αστυνομικών και δικαστικών αρχών:
σαν τη νοικοκυρά που καθαρίζει επιφανειακά και αφήνει όλη τη σκόνη κάτω από το χαλί»
Αντόνια φον ντερ Μπέρενς
«Η ετυμηγορία της δίκης του NSU δείχνει ότι αποτύχαμε, και πλέον το διακύβευμα της δίκης της Χρυσής Αυγής είναι να μη δοθεί για δεύτερη φορά λάθος μήνυμα στο πανευρωπαϊκό νεοναζιστικό δίκτυο». Με τη φράση αυτή η Αντόνια φον ντερ Μπέρενς, δικηγόρος πολιτικής αγωγής στη δίκη του NSU στη Γερμανία, και η δημοσιογράφος Κάρο Κέλερ, που κάλυψε την ακροαματική διαδικασία μέσω του Παρατηρητηρίου NSU Watch, αποτιμούν την απόφαση του δικαστηρίου του Μονάχου την ώρα που η δίκη της ναζιστικής οργάνωσης στην Ελλάδα έχει μπει στην τελική ευθεία.
Οι δυο τους βρέθηκαν στην Αθήνα για την εκδήλωση «Ο νεοναζισμός στο εδώλιο: οι υποθέσεις του NSU και της Χρυσής Αυγής», την οποία συνδιοργάνωσαν το Παρατηρητήριο για τη δίκη της Χ.Α. GoldenDawnWatch και το Ιδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, και μίλησαν στην «Εφ.Συν.» για τα ερωτήματα που έμειναν αναπάντητα μετά το τέλος της δίκης του NSU, τον ρατσισμό που επέδειξε η αστυνομία απέναντι στα θύματα και τις οικογένειές τους και τις συνέργειες νεοναζιστικών οργανώσεων -μεταξύ των οποίων η Χρυσή Αυγή- σε διεθνές επίπεδο.
«Οι κατηγορούμενοι κάθισαν στο εδώλιο για εγκληματικές ενέργειες που είχαν κίνητρο τη ναζιστική ιδεολογία, όμως η αστυνομία όχι μόνο δεν είδε το ρατσιστικό κίνητρο πίσω από τις δολοφονίες, αλλά αντιμετώπισε ρατσιστικά τα θύματα και τις οικογένειές τους», λέει η Αντόνια φον ντερ Μπέρενς, η οποία στο δικαστήριο εκπροσώπησε την οικογένεια του θύματος Μεχμέτ Κουμπασίκ, τουρκικής καταγωγής.
Οπως εξηγεί, «οι έρευνες στράφηκαν από την αρχή στα θύματα και όχι στους δράστες. Οι συγγενείς των δολοφονηθέντων ανακρίθηκαν για σχέσεις των θυμάτων με τη μαφία, το PKK ή τα ναρκωτικά, και αφήνονταν υπόνοιες ακόμα και για ενδοοικογενειακές διαφορές. Ολα αυτά βέβαια δεν ήταν παρά ρατσιστικές φαντασιώσεις».
To «τρίο» του NSU ήταν γνωστοί νεοναζί από τη Θουριγγία, συμπληρώνει η δημοσιογράφος Κάρο Κέλερ και εξιστορεί τη διαδρομή τους: όταν οι Αρχές εντόπισαν εκρηκτικά στο γκαράζ του σπιτιού τους, οι Ούβε Μούντλος, Ούβε Μπένχαρντ και Μπεάτε Τσέπε αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο Κέμνιτς, πολύ κοντά στην Ιένα, τον τόπο καταγωγής τους, όπου είχαν φίλους νεοναζί. Από εκεί ξεκίνησαν την εγκληματική δράση τους.
«Παρ’ όλο που οι δράστες ήταν γνώριμοι στις Αρχές, παρά το ότι υπήρξαν και στο παρελθόν ανάλογοι σχεδιασμοί τρομοκρατικών επιθέσεων από νεοναζί και μολονότι το αντιφασιστικό κίνημα βγήκε στους δρόμους απαιτώντας την έρευνα εγκλημάτων με ρατσιστικό κίνητρο, η υπόθεση δεν συσχετίστηκε με νεοναζιστική τρομοκρατική οργάνωση», προσθέτει η δημοσιογράφος και σημειώνει με έμφαση τη συγκάλυψη της υπόθεσης από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, ένα από τα στοιχεία που δεν διαλευκάνθηκε στη δίκη.
«Εντός του NSU υπήρχαν πάνω από 40 ναζί πληροφοριοδότες που έδιναν πληροφορίες στις κρατικές μυστικές υπηρεσίες επί χρήμασι: για τη δράση των τριών, τη μετακόμισή τους στο Κέμνιτς, την αγορά όπλων κ.ά.», λέει η Κάρο Κέλερ και περιγράφει ένα από τα ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο: «Πρόκειται για ένα γράμμα που έστειλε το 2002 η οργάνωση στους υποστηρικτές της ζητώντας χρήματα, το οποίο είχε την υπογραφή “Εθνικοσοσιαλιστικό Υπόγειο Δίκτυο”. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, ήταν σε γνώση των μυστικών υπηρεσιών και με βάση αυτό θα μπορούσε να είχε συσχετιστεί νωρίτερα η δράση της οργάνωσης και να είχαν αποτραπεί δολοφονίες».
Για τη δικηγόρο Αντόνια φον ντερ Μπέρενς, η εμπλοκή των κρατικών μυστικών υπηρεσιών στην υπόθεση του NSU είναι σκανδαλώδης και είναι ένα από τα ζητήματα που η πολιτική αγωγή προσπάθησε να φέρει στο δικαστήριο παρά την αντίθετη τακτική της Εισαγγελίας:
«Η Εισαγγελία προσπάθησε να υποβαθμίσει και να κρατήσει έξω από τη δικαστική διαδικασία τον ρόλο των κρατικών μυστικών υπηρεσιών και το κατάφερε ακολουθώντας τη στρατηγική ότι η υπόθεση αφορά το παρελθόν και το μόνο που ενδιαφέρει το δικαστήριο είναι η καταδίκη των κατηγορουμένων για τις πράξεις στις οποίες εμπλέκονται. Η πολιτική αγωγή προσπάθησε αυτό να το αντικρούσει αλλά χωρίς επιτυχία. Ετσι, έμειναν αναπάντητα πολλά ερωτήματα, όπως γιατί οι μυστικές υπηρεσίες κατέστρεψαν φακέλους που σχετίζονταν με το NSU, τι περιείχαν οι φάκελοι αυτοί, ποιους προσπάθησαν -και κατάφεραν- να συγκαλύψουν, ποιος υποδείκνυε τα θύματα. Το μόνο που καταφέραμε ήταν να κάνουμε τα ερωτήματα αυτά γνωστά στη γερμανική κοινωνία μέσα από τη δημοσιότητα της δίκης».
Η απόφαση των δικαστών του Μονάχου είναι το δεύτερο σημείο στο οποίο η δικηγόρος εκτιμά ότι απέτυχε η συγκεκριμένη δίκη: «Το ότι η Μπεάτε Τσέπε καταδικάστηκε σε ισόβια είναι σημαντικό, αλλά ήταν αναμενόμενο. Εκείνο που προκάλεσε τεράστια έκπληξη ήταν η απόφαση για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Οι ποινές που τους επιβλήθηκαν ήταν πολύ χαμηλότερες από την εισαγγελική πρόταση· για να καταλάβετε, για έναν από αυτούς ο εισαγγελέας είχε προτείνει 12ετή κάθειρξη, αλλά καταδικάστηκε σε μόλις 2,5 χρόνια και στην ουσία αποφυλακίστηκε τη μέρα που ανακοινώθηκε η ετυμηγορία».
«Εχω αναφερθεί στην απόφαση λέγοντας ότι ήταν ένα χαστούκι στο πρόσωπο των συγγενών των θυμάτων. Αυτή η μέρα ήταν φρικτή για μένα, ειδικά όταν στο δικαστήριο υπήρχαν ναζί που πανηγύριζαν», συμπληρώνει η δημοσιογράφος.
Το ερώτημα που γεννάται από τη δικαστική απόφαση είναι κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσει ενθαρρυντικά για την εγκληματική δράση νεοναζί ανά την Ευρώπη.
«Γι’ αυτούς είναι σαφώς μια ενδυναμωτική απόφαση, οι ψευδείς καταθέσεις και όσα τραγελαφικά ζήσαμε στο δικαστήριο -όπου φτάσαμε στο σημείο να ακούμε μέχρι και ότι ο εθνικοσοσιαλισμός ομνύει στην ειρήνη- εξελήφθησαν ως αποτελεσματική στρατηγική. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για μια αποτρεπτική απόφαση», εκτιμά η δικηγόρος, ενώ η δημοσιογράφος προσθέτει: «Η απόφαση της δίκης του NSU έστειλε ένα απαράδεκτο μήνυμα: ότι οι νεοναζί δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Γι’ αυτό προσμένουμε να τεθεί ένα όριο με τη δίκη της Χρυσής Αυγής».
Στο ερώτημα αν η οργάνωση ανήκει πια στο παρελθόν, όπως και η δίκη, η απάντησή τους είναι κατηγορηματική: «Φυσικά και όχι, το NSU υπάρχει ακόμα, δεν πιστεύουμε ότι έπαψε να υφίσταται επειδή καταδικάστηκε η Τσέπε. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μια οργάνωση που αποτελούνταν από πέντε άτομα. Αλλωστε αυτό αποδεικνύεται και από το ότι πρόσφατα στις επιθέσεις στο Κέμνιτς υπήρχαν υποστηρικτές του NSU, μοίραζαν φυλλάδια και φώναζαν συνθήματα υπέρ της οργάνωσης. Yπάρχει ένα ολόκληρο νεοναζιστικό δίκτυο στη Γερμανία και σίγουρα το NSU είναι μέσα σ’ αυτό».
Αναφερόμενη στις συνέργειες μεταξύ νεοναζί σε διεθνές επίπεδο, η δημοσιογράφος σημειώνει: «Οι νεοναζιστικές οργανώσεις οργανώνονται διασυνοριακά εδώ και δεκαετίες, μοιράζονται εμπειρίες. Η δράση του NSU συζητήθηκε σ’ αυτές τις συναντήσεις, αυτό έχει καταγραφεί, το NSU απλώς εφάρμοσε όσα αποφασίστηκαν».
Μία από αυτές τις συγκεντρώσεις είχε γίνει στην Ιένα το 2005 και, όπως έχει αποκαλύψει η «Εφ.Συν.» («Η “άλλη” δίκη της Χρυσής Αυγής», Ο Ιός, 8.2.2015), η Χρυσή Αυγή είχε εκπροσώπηση μέσω του Νίκου Γιοχάλα.