EUROKINISSI/ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ.
(Κείμενο: Δημήτρης Ψαρράς, ΕφΣυν, 18/5/2017)
Με ομόφωνη απόφασή της η Βουλή αποδέχτηκε την πρόταση του προέδρου του σώματος Ν. Βούτση να αποβληθεί η κοινοβουλευτική ομάδα της Χρυσής Αυγής από τις συνεδριάσεις Τετάρτης και Πέμπτης. Μ’ αυτή την απόφαση το σώμα απέδειξε ότι δεν είναι διατεθειμένο να ανεχτεί τις βίαιες προκλήσεις της ναζιστικής οργάνωσης.
Ο Ν. Μιχαλολιάκος, βέβαια, ακολουθώντας την πάγια τακτική του, έσπευσε να διαψεύσει την επίθεση Κασιδιάρη, επικαλούμενος την ανυπαρξία σχετικού βίντεο! Είχε βέβαια προλάβει να αναλάβει την ευθύνη της επίθεσης ο ίδιος ο δράστης και μάλιστα με τον πιο χυδαίο τρόπο («μόλις γάμησα μια αδελφή»), αλλά και ο Λαγός, ο οποίος φρόντισε επιπλέον να αναφέρει και το κίνητρο της επίθεσης, ότι δηλαδή ο κ. Δένδιας θεωρείται υπεύθυνος από τους ναζιστές για τη δίωξη της οργάνωσής τους.
Είναι γεγονός ότι ο Μιχαλολιάκος έχει τελευταία αναθέσει στον Κασιδιάρη τον ρόλο του δημόσιου «τσαμπουκά» της οργάνωσης. Και εκείνος, με τον ίδιο κυνισμό που χάραξε στο μπράτσο του τη σβάστικα, δεν χάνει ευκαιρία να διακηρύσσει το ότι «σηκώνουμε χέρι και στη Βουλή», αλλά «προσέχουμε τη νομική υπόσταση του κόμματος». Αυτές οι δηλώσεις έχουν γίνει δημόσια, όπως αποδεικνύεται και… με βίντεο του Jailgoldendawn.
Ο Μιχαλολιάκος αρκείται να επιβραβεύει εκ των υστέρων τους μυώδεις παρατρεχάμενούς του, αλλά ο ίδιος αποφεύγει κάθε προσωπική παρουσία στα σημεία που ασκείται η ναζιστική βία. Οπως αναφέρει ο χρυσαυγίτης Κουσουμβρής στο βιβλίο του, ο «φίρερ» καθοδηγούσε πάντα τα βίαια επεισόδια από το γραφείο του.
Αυτή η μέθοδος που χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες έχει αποδειχτεί εξαιρετικά αποτελεσματική. Πάντοτε τη βρομοδουλειά ο Μιχαλολιάκος την αναθέτει σε άλλους, ανακηρύσσοντάς τους «υπαρχηγούς».
Πρώτα στον Γιάννη Γιαννόπουλο, μετά στον Αντώνη Ανδρουτσόπουλο (Περίανδρος), στη συνέχεια στους αδελφούς Κουσουμβρή, τον Δημήτρη Ζαφειρόπουλο και τώρα τελευταία στον Κασιδιάρη και τον Λαγό. Με τον τρόπο αυτό ο Μιχαλολιάκος εξασφάλιζε επί χρόνια το προσωπικό ακαταδίωκτο.
Και όταν στράβωνε μια υπόθεση, ήταν πάντοτε έτοιμος να τα ρίξει όλα στους «υπαρχηγούς» του. Αυτός είναι ο λόγος που όλοι οι «πρώην» τον θεωρούν υπεύθυνο για τις διώξεις εναντίον τους, ενώ κάποιοι του καταλογίζουν και ότι χρησιμοποιεί αυτή τη μέθοδο προκειμένου να μην αμφισβητηθεί η πρωτοκαθεδρία του.
Ηδη από το 2001, όταν ο Κασιδιάρης ήταν μόλις 21 χρόνων, ο Μιχαλολιάκος φρόντιζε να του δημοσιεύει κείμενα, στα οποία υπερασπιζόταν τον «φίρερ» της οργάνωσης, τον τότε καταζητούμενο Περίανδρο και άλλα στελέχη καταδικασμένα για βίαιες ενέργειες, όπως ο Κολτσίδας στη Λάρισα (εφ. «Χρυσή Αυγή», 28.12.2001).
Σε άλλο κείμενο ο Κασιδιάρης θα αναφερθεί σε συγκρούσεις της οργάνωσης με την αστυνομία και θα δηλώσει ότι «τιμή και σεβασμός ανήκει μόνο σε όσους Ελληνες αστυνομικούς παραμένουν ακραιφνείς εθνικιστές. Και παρά τους κινδύνους και τους ρουφιάνους των «εσωτερικών υποθέσεων» είναι ολόψυχα δοσμένοι στον αγνό και αληθινό αγώνα της Χρυσής Αυγής» (2.10.2003).
Προφανώς για τον Κασιδιάρη και τον Μιχαλολιάκο επείγει η στρατολόγηση αστυνομικών, προκειμένου να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη δράση τους. Από εκεί προκύπτει και η ανάγκη (τους) να συγκροτούν Τάγματα Εφόδου με δικούς τους ανθρώπους και αστυνομικούς του είδους του γνωστού «Χάρου». Ακόμα και ο τίτλος του άρθρου είναι προκλητικός: «A.C.A.B.», μ’ άλλα λόγια, «All Cops Are Bastards»…
Στο αμέσως επόμενο φύλλο της εφημερίδας θα αναλάβει ο «ρόκερ» ναζιστής Μάστορας (Γ. Μισιάκας, μετακλητός υπάλληλος σήμερα της Βουλής) να δικαιώσει την «αντιαστυνομική» θέση του Κασιδιάρη, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για τα «μαντρόσκυλα του συστήματος», εκτός βέβαια «από αρκετούς αστυνομικούς, οι οποίοι μας υποστηρίζουν» (9.10.2003).
Σε άλλα άρθρα ο Κασιδιάρης ειρωνεύεται κάποιον αντιφασίστα που του σπάσανε το σαγόνι (24.12.2003), ενώ μιλά ανοιχτά για τη βίαιη δράση του «Μετώπου Νεολαίας» της οργάνωσης: «αναγκαστικά ερχόμαστε σε άμεση επαφή με αντιφρονούντες, αλλοδαπούς και λοιπά σκουπίδια. Οσοι συμμετέχουν κατανοούν γιατί αυτό δεν μας προβληματίζει» (31.12.2003).
Υπάρχει και δημόσια ανάληψη ευθύνης για βίαιες ενέργειες σε όλη την Ελλάδα: «Μετά από δυναμική επέμβαση εκδιώξαμε και τους λαθρομετανάστες από το Καστέλι» (22.1.2004). Οσο για το κέντρο όπου εμφανιζόταν ο Σάκης Ρουβάς, θα χρειαζόταν «κλοτσιές» ή και «γιαούρτια» (29.1.2004).
Με αφορμή τη δράση της οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη, ο Κασιδιάρης θα ομολογήσει ότι είχαν «ασπίδες και όλον τον απαραίτητο εξοπλισμό για την περίσταση», θα περηφανευτεί ότι «λίγοι τόλμησαν, δεν πειράζει, θα μας μείνουν οι σκληροπυρηνικοί» και θα περιγράψει ως εξής την παρουσία της οργάνωσης:
«Τα ξύλα χτυπάνε πάνω στα ταμπούρλα, οι αρβύλες στο πεζοδρόμιο, δίνοντας στην πορεία μας έναν τόνο πολεμικό. Δεν είναι η οργάνωσή μας πολιτικό κόμμα. Είναι τάγμα μαχητικό» (10.6.2004).
Λατρεία της βίας
Και όλα αυτά, βέβαια, δεν σημαίνουν τίποτα άλλο παρά τη λατρεία της βίας ως μοναδικής μορφής «πολιτικής» δράσης: «Η πεμπτουσία αυτού του μεγάλου και ωραίου αγώνα είναι η δράση, η μάχη -με την πολιτική ή κυριολεκτική της έννοια-, η αδρεναλίνη της σύγκρουσης. Ολα τα υπόλοιπα έρχονται σε δεύτερη μοίρα» (4.11.2004).
Ακόμα και μετά την επιτυχία της οργάνωσης στις δημοτικές εκλογές του 2010, ο Κασιδιάρης θα είναι αυτός που θα αναλάβει εκ μέρους της οργάνωσης να υμνήσει τον Χίτλερ (20.4.2011), αλλά και να υποστηρίξει ότι έπρεπε να είχε δολοφονήσει η χούντα τον Ανδρέα Παπανδρέου (27.4.2011).
Και μόλις ένα χρόνο πριν μπει στη Βουλή θα ομολογήσει: «Οσο παραμένουμε εκτός κ(υ)νοβουλίου θα κυριαρχούμε στο καθιερωμένο πεδίο δράσης μας -το πεζοδρόμιο- και θα κάνουμε την Αθήνα άνω-κάτω. Αυτή είναι πολιτική μας, αυτή είναι η αποστολή μας. Μόλις μπούμε, η Βουλή θα γίνει μεμιάς Αγιος Παντελεήμονας» (18.5.2011).
Η πρόβλεψη Κασιδιάρη επιβεβαιώθηκε. Ευτυχώς τώρα πια το έχουν καταλάβει τόσο η Δικαιοσύνη όσο και η Πολιτεία. Και αυτή τη φορά δεν πρόκειται να σωθεί ο Μιχαλολιάκος, αδειάζοντας άλλον έναν… «υπαρχηγό».