(Κείμενο: Θανάσης Καμπαγιάννης, Εργατική Αλληλεγγύη, 20/4/2016)
Η ποινική δίωξη σε βάρος της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης είναι το σημαντικότερο βήμα για την απονομιμοποίηση της ναζιστικής συμμορίας στα τριάντα χρόνια της εγκληματικής δράσης της. Έναν χρόνο μετά το ξεκίνημα της δίκης στο Α΄ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, πώς αντιμετωπίζει σήμερα η κρατική εξουσία τη Χρυσή Αυγή;
Η συγκέντρωση των νεοναζί στον Πειραιά στις 8/4/2016 μάς έδωσε καθαρά το στίγμα για να απαντήσουμε στο ερώτημα. Οι άντρες των ΜΑΤ “συλλειτούργησαν” με τους νεοναζί για την καταστολή της αντιφασιστικής συγκέντρωσης. Και η τέλεση εγκληματικών πράξεων αντρών των ταγμάτων εφόδου του Λαγού, όπως η επίθεση από τον κρανοφόρο με τη σιδερόβεργα σε βάρος εικονολήπτη ή το ξυλοκόπημα της φωτογράφου του Vice, αντιμετωπίστηκαν με την παλιά καλή ασυλία, που επί χρόνια απολάμβαναν οι Χρυσαυγίτες. Την ίδια στιγμή, αποκαλύπτεται ότι η υπόθεση του χρυσαυγίτικου πογκρόμ του Μάη του 2011 κινδυνεύει με παραγραφή, επειδή η Εισαγγελία δεν έχει ακόμα απαγγείλει κατηγορίες κατα των δραστών. Και σε κρίσιμες υποθέσεις για την εξέλιξη της ίδιας της μεγάλης δίκης, όπως η επίθεση στο στέκι Συνεργείο την οποία οργάνωσαν και υλοποίησαν Λαγός και Μίχος, ο φάκελος της δικογραφίας “χάθηκε” στους διαδρόμους ανάμεσα σε Εισαγγελία, Εφετείο και Κορυδαλλό. Όταν η Χρυσή Αυγή στοχοποιεί αγωνιστές της Αριστεράς υποβάλλοντας μηνύσεις, η υπόθεση βρίσκει πάντα το δρόμο της στο ακροατήριο. Όταν οι νεοναζί μαχαιροβγάλτες πρέπει να λογοδοτήσουν για τα εγκλήματά τους, οι φάκελοι απλά “εξαφανίζονται”.
Πρόκειται για ολική επιστροφή στην κατάσταση πριν τον Σεπτέμβρη του 2013, όταν οι 32 φάκελοι υποθέσεων της Χρυσής Αυγής έμεναν σκονισμένοι και ασυσχέτιστοι στα ντουλάπια της Εισαγγελίας, πριν τους αναζητήσει ο τότε Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Δένδιας μετά τη δολοφονία Φύσσα. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι η τωρινή εμπειρία απαντάει οριστικά και στο ερώτημα που είχε διχάσει την Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα τις μέρες που ο Μιχαλολιάκος οδηγούταν με χειροπέδες στον Εισαγγελέα: πώς εξηγείται η δίωξη της Χρυσής Αυγής; Μήπως ήταν οργανωμένο σχέδιο της κυβέρνησης Σαμαρά; Ή μήπως η αστική δημοκρατία αποφάσισε επιτέλους να αμυνθεί απέναντι στους εχθρούς της;
Τίποτα από όλα αυτά: η ποινική δίωξη ήταν γέννημα της πολιτικής κρίσης που δημιούργησε η μαζική αντιφασιστική έκρηξη και του άμεσου κινδύνου που διέτρεχε η κυβέρνηση Σαμαρά αν αποφάσιζε να συνεχίσει τον (όχι και τόσο) κρυφό εναγκαλισμό της με τη Χρυσή Αυγή. Μόλις η αίσθηση της κρίσης και της πολιτικής πίεσης από την κυβέρνηση προς τους κρατικούς μηχανισμούς χαλάρωσε, το κράτος γύρισε στην παλιά καλή πρακτική της συγκάλυψης και της ανοχής. Αν κάτι σοκάρει στη σημερινή συγκυρία, είναι η πλήρης αδιαφορία του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται στην κυβέρνηση να συντηρήσει την πίεση πάνω στους κρατικούς μηχανισμούς για την εξάρθρωση της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης. Είναι μια τακτική που θα την πληρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο κι αν σήμερα θεωρεί ότι δεν του προξενεί ιδιαίτερο πολιτικό κόστος.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι τα τεκταινόμενα στη δικαστική αίθουσα στον Κορυδαλλό θα έχουν πλέον μικρή σημασία για την εξέλιξη της φασιστικής απειλής στη χώρα μας; Κάθε άλλο. Μια τέτοια τοποθέτηση είναι εγκληματικά λαθεμένη. Η ποινική δίωξη ήταν αποτέλεσμα της μαζικής, σχεδόν ενστικτώδους, κίνησης της εργατικής τάξης τις μέρες μετά τη δολοφονία Φύσσα. Και όταν η κίνηση της τάξης αφήνει το χνάρι της στους μηχανισμούς του κράτους, χρειάζεται κάτι παραπάνω από έναν ξεχασιάρη εισαγγελέα για να παραγραφούν οι συνέπειές της. Η δίκη της Χρυσής Αυγής είναι το χαράκωμα που δημιούργησε το ίδιο το αντιφασιστικό κίνημα, πρώτα και κύρια ο ίδιος ο Παύλος Φύσσας με την αντίσταση που προέβαλε το βράδυ της δολοφονίας του στους νεοναζιστές φονιάδες. Το αποτέλεσμα της δίκης θα σφραγίσει την εξέλιξη της φασιστικής απειλής στη χώρα μας: το διακύβευμά της δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο.
Όμως η εμπειρία του ενός χρόνου από το ξεκίνημα της δίκης προσφέρει μια ακόμα απόδειξη – αν χρειαζόμασταν κι άλλη – ότι είναι τελικά το μαζικό, αντιφασιστικό κίνημα της εργατικής τάξης και της μεγάλης δημοκρατικής πλειοψηφίας που θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα και σίγουρα όχι οι θεσμοί της αστικής δημοκρατίας. Αυτό είναι το πολιτικό συμπέρασμα που θα πρέπει να βγάλει κάθε ειλικρινής αντιφασίστρια και αντιφασίστας.