(Κείμενο: Βασίλης Παπαστεργίου, Εποχή, 19/4/2015. Αναδημοσίευση από RedNoteBook.)
Η έναρξη της δίκης των μελών της Χρυσής Αυγής είναι εξ αντικειμένου μια σημαντική στιγμή για το αντιφασιστικό ρεύμα στην κοινωνία. Μπορούμε να δούμε αυτή τη στιγμή και ως αφορμή για ένα αναστοχασμό και για την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων σχετικά με την τακτική και τη στρατηγική μας απέναντι στο ναζιστικό κόμμα.
Η ταχύτατη ανάδυση και η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ενός ναζιστικού κόμματος σε μια συγκυρία σκληρής κεντρικής πολιτικής αντίθεσης κατέστησε την ανάλυση του φαινομένου της Χρυσής Αυγής μέρος του γενικότερης αντιπαράθεσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, από την πλευρά του ενιαίου ιδεολογικού και πολιτικού χώρου που συγκροτούν πλέον η Δεξιά και το Κέντρο αναπτύχθηκε μια αρκετά ομοιογενής προσπάθεια διασύνδεσης της ΧΑ με το κίνημα των πλατειών και την υποτιθέμενη “βία της Αριστεράς”. Στην προσπάθεια αυτή, ο κεντροδεξιός μύθος υποτίμησε σταθερά (και σκόπιμα) το υπόστρωμα των ιδεών στο έδαφος των οποίων άνθισε η Χρυσή Αυγή: τον εθνικισμό, το ρατσισμό, το σεξισμό και τον αντισημιτισμό.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το γιατί: πρόκειται για τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις που επένδυσαν με συνέπεια σε αυτές τις ιδέες τις τελευταίες δεκαετίες (στην εκπαίδευση, την εξωτερική πολιτική, τον αθλητισμό και αλλού), ενώ ιδίως τα τελευταία χρόνια μείζονος σημασίας κρατικές πολιτικές φέρουν τη σφραγίδα αυτών των αντιλήψεων (Ξένιος Δίας, στρατόπεδα κράτησης μεταναστών κ.ά.).
Τέλος, αυτή η ανάλυση παρακάμπτει τη σημαντικότερη αιτία της ανόδου του ναζιστικού κόμματος: την ταχεία, απόλυτη και καταλυτική απαξίωση του κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων.
Ένα τόσο απαξιωμένο και αποτυχημένο πολιτικό σύστημα που επί χρόνια έχει διατηρήσει την κυριαρχία του επενδύοντας στο πελατειακό σύστημα, αλλά και στον εθνικισμό και το θεσμικό ρατσισμό, είναι λογικό να θέλει να τα φορτώσει όλα στις πλατείες και το ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς την ύπαρξη των οποίων – παρεμπιπτόντως – η επιρροή Χρυσή Αυγή θα είχε γιγαντωθεί.
Όμως, η δίκη της Χρυσής Αυγής αποτελεί μια ευκαιρία και έναν απολογισμό της “από εδώ” πλευράς. Νομίζω ότι κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών τουλάχιστο δύο “οικείοι” μύθοι δοκιμάστηκαν και αποδείχθηκαν εσφαλμένοι.
Α. Από ορισμένες πλευρές διατυπώθηκε η άποψη ότι η ποινική και δικαστική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής δεν είναι σκόπιμη γιατί δε θα είναι αποτελεσματική και θα ηρωοποιήσει την ΧΑ. Στην πραγματικότητα συνέβη ακριβώς το αντίθετο: η (καθυστερημένη και σχεδόν εξαναγκασμένη) δικαστική δίωξη των εγκλημάτων της ΧΑ υπήρξε το καθοριστικό ανάχωμα στην εξάπλωση της επιρροής της. Ας θυμηθούμε όχι μόνο τα δημοσκοπικά ποσοστά της ΧΑ καθ’όλη τη διάρκεια του 2013 και έως τη δολοφονία Φύσσα, αλλά και την ταχύτατη (τότε) ανάπτυξη της οργανωμένης της βάσης και θα αντιληφθούμε το άτοπο αυτής τη θέσης. Καλή και άγια λοιπόν η πολιτική αντιμετώπιση του ναζισμού, αλλά η ανοχή της οργανωμένης πολιτείας στην εγκληματική του δράση αποθρασύνει και ενισχύει τους ναζί.
Β. Στη συζήτηση για την πολιτική αντιμετώπιση της ανάδυσης και της ταχύτατης ανάπτυξης της Χρυσής Αυγής, συχνά έλειπε η αίσθηση του επείγοντος και η επιλογή της συγκρότησης ενός πραγματικού αντιφασιστικού μετώπου που θα περιλάμβανε όλο το φάσμα των δυνάμεων που θα ήθελαν και θα μπορούσαν να σταθούν απέναντι στο φασισμό.
Αντίθετα στις περισσότερες περιπτώσεις το αντιφασιστικό μέτωπο ταυτιζόταν με τις επιμέρους πολιτικές επιλογές των διαφορετικών τάσεων της Αριστεράς . Η πορεία των πραγμάτων όμως έδειξε ότι ο αντιφασισμός δεν (μπορεί να) ταυτίζεται με επιμέρους πολιτικές επιλογές, ούτε δηλαδή με την αντίθεση στο μνημόνιο ούτε με την έξοδο από την ΕΕ ούτε με τη λαϊκή εξουσία ούτε με την αντίθεση στο κράτος αποκλείοντας από το εύρος των συμμαχιών του τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που απαντούν διαφορετικά σε αυτό που κάθε δύναμη θεωρεί ως κυρίαρχη αντίθεση στη συγκυρία. Καθόλου τυχαία, η οργανωμένη κρατική αντίδραση αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική στην ανάσχεση της φασιστικής επιρροής από όλους αυτούς τους υποκειμενισμούς.
Η κριτική επανεξέταση κάποιων εκτιμήσεών μας σε σχέση με τη Χρυσή Αυγή θα πρέπει να μας κάνει κάπως πιο επιφυλακτικούς σε σχέση με εκτιμήσεις που διατυπώνονται και τώρα σε σχέση με την δικαστική αντιμετώπιση των κατηγορουμένων μελών της Χρυσής Αυγής.
Αναφέρομαι στους φόβους που διατυπώνονται και εντός της Αριστεράς (προφανώς καλόπιστα) σε σχέση με τη πιθανότητα η δίκη της ΧΑ να χρησιμεύσει ως μοχλός για τη νομιμοποίηση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και στην εκτίμηση ότι τα κατηγορούμενα μέλη της ΧΑ κινδυνεύουν να πέσουν θύματα μιας κάποιας δικαστικής σκευωρίας.
Το ζήτημα της εφαρμογής της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας και σε αυτή τη δίκη δεν είναι βέβαια καθόλου αμελητέο. Η θέσπιση ειδικής νομοθεσίας με το νόμο 2928/2001 και οι μετέπειτα τροποποιήσεις του, επικρίθηκε πολιτικά όχι μόνο από την τότε Αριστερά στο κοινοβούλιο (ΚΚΕ, ΣΥΝ), αλλά και από πολύ μεγάλη μερίδα ιδίως του νομικού επιστημονικού κόσμου (Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων κλπ). Και δικαίως επικρίθηκε. Οι ρυθμίσεις αυτές, πράγματι δημιουργούν ένα κίνδυνο ποινικοποίησης συμπεριφορών χωρίς ποινικό ενδιαφέρον, ενώ οι δικονομικές διατάξεις δημιουργούν ένα πλαίσιο κάμψης των υπέρ των κατηγορουμένων εγγυήσεων σε μια σειρά από ζητήματα και η απαίτηση για κατάργησή τους είναι δίκαιη και πάντα ενεργή. Είναι επίσης σωστό να έχουμε την πάντα την αξίωση να μη γίνονται εκπτώσεις στα δικαιώματα των κατηγορουμένων ανεξάρτητα από την ταυτότητά τους.
Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι τα μέλη της Χρυσής Αυγής κακώς παραπέμπονται σε δίκη και ότι η τυχόν καταδίκη τους θα είναι άδικη ή θα οφείλεται στην αντιτρομοκρατική νομοθεσία. Ας θυμηθούμε ότι η κύρια κριτική απέναντι στον Ν.2928 αφορούσε στο γεγονός ότι αυτή διεύρυνε τόσο πολύ τα όρια της συμμετοχής στην εγκληματική οργάνωση (το υποκειμενικό στοιχείο της πράξης) ώστε επέτρεπε να περιληφθούν σε αυτή όχι μόνο οι πράγματι συμμετέχοντες, αλλά και οι απλοί συμπαθούντες χωρίς όμως έμπρακτη εμπλοκή στη δράση της οργάνωσης. Κατακρίθηκε δηλαδή η αντιτρομοκρατική νομοθεσία γιατί δημιούργησε το πλαίσιο ώστε να διωχθούν όχι οι πράξεις, αλλά το φρόνημα και η ιδεολογική συμπάθεια.
Δεν νομίζω ότι είναι αυτή η περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Εν προκειμένω είναι προφανές ότι έχουμε πράξεις και μάλιστα δεκάδες πράξεις βίας κατά μεταναστών και αντιφασιστών σε όλη τη χώρα. Για αυτές τις πράξεις, η αξίωση για ποινική τιμωρία είναι ορθή και χωρίς αιρέσεις. Αν επομένως αποδειχθεί (και για όσους αποδειχθεί) πραγματική εμπλοκή στη εγκληματική δραστηριότητα της Χρυσής Αυγής, δηλαδή στις δεκάδες πράξεις βίας κατά μεταναστών κι αντιφασιστών τα τελευταία χρόνια, η ποινική κύρωση δε θα είναι ούτε άδικη ούτε φρονηματική, αλλά συνέπεια αυτών ακριβώς των πράξεων.
Να επισημάνω στο σημείο αυτό ότι η εφαρμογή των διατάξεων του Ν.2928/2001 θα κριθεί μέσα στη δικαστική αίθουσα, στο πλαίσιο της διαδικασίας της ποινικής δίκης. Εκεί θα κριθεί αν θα υπάρξει χρήση των διατάξεων του Ν.2928/2001 προς βλάβη των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων ή όχι. Έχω την πεποίθηση ότι η πολιτική αγωγή, υπερασπιζόμενη τις πάγιες θέσεις που έχουν διατυπώσει οι πολύ άξιοι συνήγοροι που τη συγκροτούν, δε θα συνηγορήσει σε εφαρμογή διατάξεων που έχουν πάγια επικριθεί ως επικίνδυνες για το δικαίωμα υπεράσπισης των κατηγορουμένων.
Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο: ο ναζισμός ιστορικά έκανε πολιτική βασιζόμενος στη συκοφαντία, στο ακραίο ψεύδος και τη διάδοσή του. Δε χωρά αμφιβολία ότι η Χρυσή Αυγή θα προσπαθήσει να βγει αλώβητη από τη διαδικασία της δίκης διαδίδοντας τα πιο ακραία ψέματα για τα δρώμενα στη δίκη. Η παρακολούθηση της δίκης, η ενίσχυση της πολιτικής αγωγής και όλων των πρωτοβουλιών που έχουν αναπτυχθεί για την κάλυψη της δίκης από αντιφασιστική σκοπιά, αποτελεί όρο για να μην τους επιτρέψουμε να το πετύχουν.
(Ο Βασίλης Παπαστεργίου είναι δικηγόρος και μέλος του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας).