(Κείμενο: Κώστας Παπαδάκης. Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 109 του περιοδικού Ουτοπία, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2014.)
Από τη Χρυσή Αυγή και όχι μόνο καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια ηρωοποίησης των κατηγορουμένων επειδή δήθεν διώκονται για τα φρονήματά τους και την αντιπαλότητά τους προς το κατεστημένο.
Η πρόταση παραπομπής τους χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ιδιαίτερα σκληρή. Η αριστερά διστάζει και συχνά αποφεύγει να τοποθετηθεί. Ο δικαιολογημένος ιστορικά φόβος της να νομιμοποιήσει οποιαδήποτε πολιτική δίωξη την κάνει να πιστεύει ότι η Χ.Α. διώκεται πολιτικά και συχνά την οδηγεί σε επιχειρήματα υπεράσπισής της.
Όμως, οι ιδέες της Χ.Α. όχι μόνο δεν διώκονται, αλλά εφαρμόζονται από τη συγκυβέρνηση. Η ένταξη αρχικά του Λ.Α.Ο.Σ. και αργότερα της Ν.Δ. στο μνημονιακό μπλοκ εξουσίας δημιούργησε πολιτικό κενό στο χώρο της λαϊκής ακροδεξιάς και απετέλεσε και την αιτία της τακτικής επιλογής του κατεστημένου να αναβαθμίσει τη Χ.Α., σε νόμιμο πολιτικό κόμμα, προκειμένου να ασκεί δεξιά πίεση στην κυβερνητική πολιτική και να αποπροσανατολίζει τη λαϊκή δυσαρέσκεια στρέφοντάς την ενάντια στα θύματα αντί για τους θύτες. Η Χ.Α. στη Βουλή υπεράσπισε τις κυρίαρχες επιλογές του κατεστημένου (ενδεικτικά : αρνητική ψήφος για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για την Αγροτική Τράπεζα, αντίδραση στη φορολόγηση εφοπλιστών, προσδιορισμός κόκκινων γραμμών απέναντι στην τρόικα μόνο για την εθνική άμυνα και τη δημόσια ασφάλεια, θετική ψήφος στην πώληση νησίδων σε ιδιώτες, προσπάθεια μείωσης ημερομισθίων στο Πέραμα κτλ.). Ενώ για σημαντικό χρονικό διάστημα καθόριζε την ατζέντα της (μετανάστες, επιχείρηση «νομιμότητα» και δίωξη παραεμπορίου στο κέντρο της Αθήνας κτλ.).
Εκείνο που άλλαξε είναι ότι η Χ.Α. διεκδίκησε μεγαλύτερο ρόλο από αυτόν που της επεφύλασσαν και κυρίως ο λαϊκός ξεσηκωμός μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, που ανέτρεψε τη ροή των εξελίξεων.
Από την εισαγγελική πρόταση Ντογιάκου προς το Συμβούλιο Εφετών (κατηγορητήριο, δηλαδή παραπεμπτικό βούλευμα δεν υπάρχει ακόμα) ενώ αποδεικνύεται επαρκέστατα ο χαρακτήρας της Χ.Α. ως εγκληματικής οργάνωσης, η δομή, ιεραρχία και ο τρόπος δράσης της, κατηγορείται ως απλά εγκληματική, όχι όμως και τρομοκρατική οργάνωση, αν και η δράση της ήταν τέτοια που μπορούσε να «εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό». Και αντιμετωπίζεται κατά πολύ ηπιότερα από τους αντιεξουσιαστές και αριστερούς που διώκονται για πολύ μικρότερες αξιόποινες πράξεις.
Συνοπτικά η μέχρι τώρα προδικασία :
- Δεν εξαντλεί τα όρια της ατομικής ευθύνης πολλών από τους κατηγορουμένους, παρά το κραυγαλέο άφθονο αποδεικτικό υλικό το οποίο περνάει μπροστά από τα χέρια του.
- Παραλείπει πλήρως την εφαρμογή του άρθρου 187Α ΠΚ και για τον χαρακτηρισμό της εγκληματικής οργάνωσης ως τρομοκρατικής και για την προσθήκη επιβαρυντικών περιστάσεων στις αξιόποινες πράξεις των μελών της.
- Δεν αποτυπώνει την ιεραρχική σχέση Αρχηγού – Περιφερειαρχών – Πυρηναρχών – μελών και υποστηρικτών, την οποία παρουσιάζει ως πάγια και ακλόνητη στη συναπόφαση και συνεκτέλεση των αξιόποινων πράξεων τις οποίες αποδίδει.
- Αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο, ιδίως σε όσους προτείνει να παραπεμφθούν μόνο με τη διάταξη του Π.Κ. 187,δηλαδή τη συντριπτική πλειοψηφία των κατηγορουμένων και το σύνολο της ηγεσίας και των βουλευτών να μιλούν για φρονηματικές διώξεις και να ελπίζουν σε απαλλαγή τους.
Ενώ παραμένουν στο σκοτάδι τα δίκτυα άμεσης στήριξης της Χ.Α. στην κυβέρνηση και στα αστικά κόμματα, στον κρατικό μηχανισμό και οι χρηματοδότες της. Πρόκειται για το δυσκολότερο μέρος της αποκάλυψης της αλήθειας. Οι γνωστές αποκαλύψεις για τις συνομιλίες Μπαλτάκου – Κασιδιάρη δίνουν σημαντική πρόγευση του τι είναι δυνατό να αποκαλυφθεί στη δίκη, ώστε να μαθευτεί στήριζαν τη Χ.Α.
Δεν μπορούμε να παραλείψουμε την επισήμανση του πολιτικού μηνύματος που αποπνέει η παράλειψη του Π.Κ. 187Α. Προφανώς ο χαρακτηρισμός και η ρετσινιά του τρομοκράτη αποκλείεται από την Χ.Α. διότι επιφυλάσσεται αποκλειστικά και μόνο στο «άλλο άκρο». Οι ρατσιστές και οι ναζιστές, αν και οι παρακρατικές συμπεριφορές τους αποτελούν ορισμό της μαζικής τρομοκρατίας επισήμως δεν χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι με ότι αυτό σηματοδοτεί νομικά, αλλά και πολιτικά και επικοινωνιακά.
Οι δυνάμεις του κατεστημένου καθημερινά δείχνουν ποιον θεωρούν αντίπαλό τους. Η θεωρία των δύο άκρων αναδιατυπώνεται σε κάθε ευκαιρία στοχοποιώντας την επαναστατική Αριστερά. Ακόμα και λίγες μέρες μετά τη δολοφονία Φύσσα, ο Σαμαράς από τη Ν. Υόρκη ταύτιζε τους δολοφόνους του με όσους είναι αντίθετοι με το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. και όσους ζητούν έξοδο από το €, δηλαδή με την αριστερά, λέγοντας ότι τα δύο άκρα δημιουργούν σοβαρά προβλήματα για τη δημοκρατία. Δεν είδαμε την αστυνομία ποτέ να δείχνει τον παραμικρό ζήλο, έστω και δυσανάλογο εκείνου που δείχνει για «τρομοκράτες», διαδηλωτές και απεργούς για αποτροπή φανερών και συλλογικών καθημερινών εγκληματικών ενεργειών της Χ.Α., ακόμα και τώρα που απέκτησε τη στάμπα της εγκληματικής οργάνωσης.
Δεν αναγνωρίζουμε στο αστικό κράτος και στα δικαστήριά του το δικαίωμα να κρίνουν ποιες ιδέες είναι επιτρεπτές ή όχι ούτε να δικάζουν με βάση τις ιδέες. Αλλά δεν θα παραβλέψουμε τα εγκλήματα της Χ.Α. Θα είναι τραγικό σφάλμα του κινήματος, η αποχή του δηλαδή από αυτή τη δίκη και περισσότερο η – καλοπροαίρετα έστω – μεταβολή σε συνήγορο των φασιστών, ταυτιζόμενο στη θέση του διωκόμενου. Ολοι είμαστε από θέση αρχής αντίθετοι στους τρομονόμους και χρόνια αγωνιζόμαστε για την κατάργησή τους. Αλλά αυτό δεν θα μας κάνει να κλείσουμε τα μάτια στον τρόπο που η εξουσία τους χρησιμοποιεί.
Η διαφαινόμενη πολιτική καθίζηση της Χ.Α. συμβάλλει στην όλη αστάθεια του πολιτικού συστήματος και στην κρίση εκπροσώπησης των αστικών πολιτικών δυνάμεων καθώς τους στερεί μια ακόμη εναλλακτική, και αυτό αποτελεί μεγάλη επιτυχία του κινήματος. Ομως ο αντιφασιστικός αγώνας δεν γίνεται από τον ακαδημαϊκό άμβωνα, αλλά από το πεδίο της μάχης. Τα δικαστήρια είναι ένα πεδίο μάχης, περιορισμένης φυσικά δυνατότητας, όπως όλοι οι θεσμοί του αστικού κράτους. Δεν αμφισβητήθηκε ωστόσο ποτέ στην ιστορία της Αριστεράς η αναγκαιότητα παράστασης πολιτικής αγωγής σε δίκες δολοφόνων αγωνιστών. Πάντοτε το κίνημα ζητούσε αποκάλυψη της αλήθειας και τιμωρία των ενόχων. Η άρνηση συμμετοχής στην πολιτική αγωγή θα ήταν ανεπίτρεπτη φυγομαχία, παράδοση του αντιφασιστικού αγώνα στο κράτος. Αλλά το αστικό κράτος δεν είναι αντίπαλος του φασισμού, είναι η μήτρα που τον γεννάει. Βρίσκεται στο ίδιο άκρο μαζί του εναντίον μας. Δεν θα του κάνουμε τη χάρη να μπούμε στο περιθώριο για να βγει εκείνος.