Κάθε φασιστική δολοφονία έχει τρεις κύκλους ενόχων: 1) τους φυσικούς αυτουργούς, 2) τους ηθικούς αυτουργούς και 3) τους αξιωματούχους των κρατικών μηχανισμών που αν δεν είχαν “αμελήσει” τα νόμιμα καθήκοντά τους η δολοφονία δεν θα είχε συμβεί.
Στη δίκη για τη δολοφονία Λαμπράκη (που έφτασε τελικά στο ακροατήριο το 1966), εκτός του Γκοτζαμάνη και του Εμμανουηλίδη που ήταν οι συναυτουργοί της δολοφονίας, αλλά και του “φον Γιοσμά” στην οργάνωση του οποίου ανήκε ο Γκοτζαμάνης, κατηγορήθηκαν για ηθική αυτουργία ή για παράβαση καθήκοντος άντρες των σωμάτων ασφαλείας.
Φυσικά, οι άντρες των σωμάτων ασφαλείας αθωώθηκαν, όπως αθωώθηκε και ο Γιοσμάς. Οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης καταδικάστηκαν, όχι όμως για ανθρωποκτονία από πρόθεση, αλλά για βαριές σωματικές βλάβες. Η Χούντα θα φροντίσει μόλις ερθει στην εξουσία να ανταμείψει τα παιδιά της: τόσο ο Γκοτζαμάνης όσο και ο Εμμανουηλίδης θα αφεθούν τελικά ελεύθεροι.
Στην υπόθεση Λαμπράκη, όπως είναι γνωστό, ξεχώρισε η μορφή του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη (που θα γινόταν μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας). Αναδημοσιεύουμε σήμερα την επιστολή του προς τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Πολυχρονίδη, με την οποία ο Σαρτζετάκης επισημαίνει τις πελώριες ευθύνες της Αστυνομίας και των κρατικών μηχανισμών στη δολοφονία Λαμπράκη.
Είναι μια υπενθύμιση για όλους μας στο σήμερα: δικαιοσύνη για τα θύματα της φασιστικής βίας δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο αν μπουν στη φυλακή όχι μόνον οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί των φασιστικών εγκλημάτων, αλλά και όσοι τούς προστάτεψαν, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται.
(H φωτογραφία της δίκης από το TVXS, με μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του δικαστή της υπόθεσης Βασίλη Λαμπρίδη)
(Αναδημοσίευση: http://politicalpedia.eklogika.gr)
«ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΝΑΚΡΙΤΗΣ Γ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΑΡΙΘ. ΕΜΠ. ΠΡΩΤ. Ι.
Εν Θεσσαλονίκη τη 28η Μαρτίου 1964
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ – ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ
ΠΡΟΣ
ΤΟΝ ΕΞΟΧΩΤΑΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ
Κον ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΝ
ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΣ
Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω Υμίν τα ακόλουθα:
Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 64/1963 παραγγελίας του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης ενηργήθη παρ’ εμού ανάκρισις επί ανθρωποκτονία εκ προθέσεως εις βάρος του βουλευτού Γρηγορίου Λαμπράκη και λοιποίς εγκλήμασι φερομένοις ως τελεσθείσι ενταύθα τη 22α Μαΐου 1963.
Εν τω πλαισίω της διεξαχθείσης ταύτης ανακρίσεως, εκτός άλλων, κρατικά όργανα, και δη αξιωματικοί χωροφυλακής, προεφυλακίσθησαν, και συγκεκριμένως οι:
α) Εμμανουήλ Καπελώνης, υπομοίραρχος, διοικητής του Θ’ Παραρτήματος Εθνικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, επί ηθική αυτουργία εις την εκ προθέσεως ανθρωποκτονίαν του βουλευτού Γρηγορίου Λαμπράκη και την επικίνδυνον σωματικήν βλάβην του βουλευτού Γεωργίου Τσαρουχά,
β) οι Κωνσταντίνος Μήτσου, υποστράτηγος, Επιθεωρητής Χωροφυλακής· Ευθύμιος Καμουτσής, συνταγματάρχης, Αστυνομικός Διευθυντής Θεσσαλονίκης και Μιχαήλ Διαμαντόπουλος, αντισυνταγματάρχης, υποδιευθυντής της αυτής διευθύνσεως, επί 1) συνεργεία εις την εκ προθέσεως ανθρωποκτονίαν του Γρηγόρη Λαμπράκη και 2) καταχρήσει εξουσίας εις βαθμόν κακουργήματος.
γ) ο Τρύφων Παπατριανταφύλλου, μοίραρχος, διοικητής του Β’ Αστυνομικού Τμήματος Θεσσαλονίκης, επί καταχρήσει εξουσίας.
Εκ των προφυλακισθέντων τούτων αξιωματικών οι τέσσαρες τελευταίοι, γενομένων δεκτών προσφυγών των κατά των ενταλμάτων προφυλακίσεώς των, δυνάμει βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης απεφυλακίσθησαν, ενώ του πρώτου, υπομοιράρχου Εμμανουήλ Καπελώνη, δια του εκδοθέντος υπ’ αριθ. 200/19.3.1964 βουλεύματος του αυτού Συμβουλίου, προερχομένου εις έλεγχον της διαρκείας της προφυλακίσεως κατ’ άρθρον 287 του Κ. Ποιν. Δ., διετάχθη η εξακολούθησις της προφυλακίσεως.
Εκτός των ειρημένων και πλειάς ετέρων αξιωματικών χωροφυλακής εκ των κατά την ημέραν εκείνην των γεγονότων (22.5.1963) ενεργώς αναμιχθέντων εις τα φερόμενα ως ληφθέντα μέτρα τάξεως, ήχθησαν κατηγορούμενοι κυρίως επί καταχρήσει εξουσίας εις βαθμόν καουρ-γήματος και παραβάσει καθήκοντος, μη προφυλακισθέντες όμως.
Ήδη από του παρελθόντος Νοεμβρίου η όλη δικογραφία διεβιβάσθη παρ’ ημών ως περαιωμένη εις τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, μετά μακράν δε περίοδον εκκρεμότητος, λόγω υποβολής αλλεπαλλήλων αιτήσεων εξαιρέσεως κατά των μελών του Δικαστικού Συμβουλίου, εξεδόθη το υπ’ αριθ. 167/2.3.1964 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικων Θεσσαλονίκης, όπερ διέταξε περαιτέρω ανάκρισιν.
Κατά τας σκέψεις του βουλεύματος τούτου η ανακριτική έρευνα πρέπει περαιτέρω να εκταθή, εκτός άλλων θεμάτων, εις την περαιτέρω διακρίβωσιν:
α) Του εάν ο θάνατος του Λαμπράκη οφείλεται εις μόνην την επ’ αυτού επίπτωσιν του τρικύκλου (…), περί ής επιπτώσεως ως γεγονότος ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία, ή και επί πλέον εις πλήγμα κατενεχθέν κατά της κεφαλής του Λαμπράκη διά προσήκοντος οργάνου (επί παραδείγματι λοστού ή ετέρου σιδηρού ή άλλου οργάνου), υπέρ ής εκδοχής συνηγορούν ένια στοιχεία του ήδη συγκομισθέντος ανακριτικού υλικού.
β) Του εάν όντως η συγκέντρωσις των αντιφρονούντων ωργανώθη υπό αστυνομικών αρχών, όπερ περιστατικόν, κατά τας σκέψεις του βουλεύματος, επί λέξεσι, “αποκτά ιδιάζουσαν σημασίαν εν τη εκτιμήσει της κατά των κατηγορουμένων αξιωματικών χωροφυλακής κατηγορίας επί καταχρήσει εξουσίας και παραβάσεως καθήκοντος, δεδομένου ότι αν συγκέντρωσις αύτη προεκλήθη υπό των κατηγορουμένων αστυνομικών και δεν υπήρξεν αυθόρμητος, ή επί τοις εγκλήμασι τούτοις ευθύνη των κατηγορουμένων αξιωματικών χωροφυλακής θα τυγχάνη αυτόδηλος, συναρτωμένη προς τα λοιπά στοιχεία του συγκομισθέντος ανακριτικού υλικού, και δη οιονεί ως επεξηγηματικός και ερμηνευτικός παράγων τούτων”.
γ) Του ακριβούς σημείου κακοποιήσεως του ετέρου βουλευτού Τσαρουχά, όπερ κατά τας σκέψεις του βουλεύματος, επί λέξεσι, “έχει αποφασιστικήν σημασίαν και εν συναρτήσει προς την επί καταχρήσει εξουσίας κατηγορίαν εις βάρος των κατηγορουμένων αξιωματικών χωροφυλακής, της επί τω εγκλήματι τούτω ευθύνης της καταφασκομένης από την υπό του παθόντος και ωρισμένων φερομένων ως αυτοπτών μαρτύρων υποστηριζομένην εκδοχήν περί του σημείου τελέσεως του εγκλήματος τούτου”.
δ) Του περιστατικού ότι κακοποιηθείς εις τον χώρον των εγκλημάτων πολίτης εκλήθη νύκτωρ εις την αστυνομικήν διεύθυνσιν και παρεκλήθη υπό του κατηγορουμένου αστυνομικού διευθυντού Καμουτσή να μη υποβάλη μήνυσιν “διότι κατά λάθος εκακοποιήθη”, ως εάν η Αστυνομική Αρχή ήτο κατά την εσπέραν εκείνην ο φύλαξ άγγελος και προστάτης των εγκληματησάντων.
Τα σημεία ταύτα, κατ’ επιταγήν του βουλεύματος, ως και άλλα, ως και παν έτερον εάν κρίνη τούτον αναγκαίον ο Ανακριτής “διά την πλήρη της υποθέσεως διαλεύκανσιν εν σχέσει προς άπαντα τα δι’ ά ησκήθη ποινική δίωξις εγκλήματα” θέλουσιν αποτελέση αντικείμενον περαιτέρω ανακριτικής ερεύνης, ήτις και ανετέθη ήδη εμοί.
Εξοχώτατε Κύριε Υπουργέ,
Ο υποφαινόμενος Ανακριτής, συμπράξας εις την έκδοσιν του βουλεύματος τούτου, έχει βαθείαν επίγνωσιν των βαρυτάτων έργων, άτινα δις του βουλεύματος τούτου τω ανετέθησαν. Πέραν των απλών γραμμών και των εκ πρώτης όψεως αθώων εκφράσεων του εν λόγω βουλεύματος, ανακύπτει ο πυρήν του τραγικού ερωτήματος:
Πώς ωργανώθησαν και πώς συνετελέσθησαν επί παρουσία δύο εκατοντάδων περίπου αστυνομικών, αρχηγευομένων υπό των ενταύθα ηγητόρων των, και δη εν τη διασταυρώσει των οδών Βενιζέλου και Ερμού, εύρους μόλις της μεν πρώτης 10,10 μέτρων, της δε δευτέρας 11,40 μέτρων, δηλαδή εις τόπον δυνάμενον να ελεγχθή, κατά την σκέψιν του διαθέτοντος και νηπιακήν έτι μόνον αντίληψιν ανθρώπου, και διά μιάς μόνον δεκάδας αστυνομικών οργάνων λόγω της προμνησθείσης στενότητος του χώρου, τα στυγερά εγκλήματα της 22ας Μαΐου 1963, χωρίς μάλιστα ουδείς των δραστών να συλληφθή υπό αστυνομικών οργάνων; Το ερώτημα τούτο διαλαμβάνεται εις την επιταγήν του βουλεύματος περί πλήρους της υποθέσεως διαλευκάνσεως.
Και προβάλλει το ερώτημα: Ανακριτική έρευνα πέντε μηνών (η προλαβούσα) πώς δεν ωδήγησεν εις την πλήρη της υποθέσεως διαλεύκανσιν; Η απάντησις είναι απλή. Το συκομισθέν υλικόν, κατόπιν πολυμήνου ενεργητικότητος του υποφαινομένου Ανακριτού, δίδει αναμφιβόλως μιαν εικόνα των εγκληματικών πράξεων αρκούσαν, κατά την αντίληψιν του υποφαινομένου τουλάχιστον, διά την δόμησιν επαρκούς κρίσεως περί των ήδη αχθέντων κατηγορουμένων και της ενεργητικότητος ενός εκάστου διά το παρόν στάδιον της προδικασίας.
Τουλάχιστον, επί των λοιπών ανακριτικών υποθέσεων περαιουμένων δεν αναδίδεται μείζων καθαρότης της εν τη προκειμένη επιτευχθείσης. Ούτος είναι ο λόγος διά τον οποίον εθεώρησα την ανάκρισιν περαιωθείσαν και διεβίβασα την όλην δικόγραφίαν ως περαιωμένην εις τον Εισαγγελέα. Και ο τελευταίος ούτος ομοίως έκρινε, δι’ ό και επί της ουσίας πρότασιν υπέβαλεν εις το Δικαστικόν Συμβούλιον.
Όμως το Συμβούλιον, διατάξαν, ως προείρηται, περαιτέρω ανάκρισιν, ουδαμώς ήμαρτεν. Διότι δύναται μεν η δικογραφία να είναι πλήρης, ως πιστεύω ότι είναι, και αυτάρκης κατά το ήδη συγκομισθέν ανακριτικόν υλικόν, και εν τούτοις η δικαστική συνείδησις να μη ικανοποιείται εις βαθμόν προσήκοντα δια την έκφρασιν δικαιοδοτικής κρίσεως, όπερ επίσης εν προκειμένω συμβαίνει.
Συγκεκριμένως επάγομαι. Ήχθησαν ως κατηγορούμενοι διάφοροι αυτουργοί των εγκλημάτων της εκ προθέσεως ανθρωποκτονίας του Γρηγορίου Λαμπράκη και της επικινδύνου σωματικής βλάβης του Γεωργίου Τσαρουχά. Η ποιότης των αυτουργών, λόγω του πλουσίου εγκληματικού παρελθόντος των, δύναται να αποδοθή μόνον διά του επιεικούς (επαναλαμβάνω επιεικούς) χαρακτηρισμού ότι πρόκειται περί αποβρασμάτων της κοινωνίας.
Έτερον το ζήτημα ότι τα αποβράσματα ταύτα απετέλουν τα σκεύη γνωριμιών των ηγητόρων της αστυνομικής δυνάμεως Θεσσαλονίκης υποστρατήγου Μήτσου και αστυνομικού διευθυντού Καμουτσή. Επί του ζητήματος τούτου δεν μοι ανήκει κρίσις. Το θέμα είναι έτερον και τοποθετείται ως εξής: Λόγω της τοιαύτης ποιότητός των οι αυτουργοί ούτοι είναι αδύνατον από ιδίας διαθέσεως να εκινήθησαν εις τα εγκλήματά των. Αναμφιβόλως ενήργησαν ως όργανα ετέρων, ως μισθοφόροι. Και ερωτάται: Τίνων;
Η ανάκρισις κατά το παρελθόν κατέβαλεν απεγνωσμένας προσπαθείας, εν μέσω μυρίων δυσχερειών, επισημάνσεως των ηθικών των εγκλημάτων αυτουργών. Ενεργούσα μετά πολλής περισκέψεως, επεσήμανε, κατ’ επιεική κρίσιν, εις την ενεργοτικότητα των παρισταμένων κατά τα εγκλήματα ηγητόρων της αστυνομικής δυνάμεως υποστρατήγου Μήτσου, συνταγματάρχου Καμουτσή, αντισυνταγματάρχου Διαμαντοπούλου και ταγματάρχου Δόλκα (Διοικητού Υποδιευθύνσεως Εθνικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης) τα στοιχεία της ελαφροτέρας των κατά τον Ποινικόν Κώδικα μορφών συμμετοχής και απήγγειλε κατά τούτων κατηγοριών και επί συνεργεία (υλική τε και ψυχική) εις την δολοφονίαν του Λαμπράκη και την επικίνδυνον σωματικήν βλάβην του Τσαρουχά.
Υπαρχόντων όμως συνεργών, ποίοι υπήρξαν οι ηθικοί αυτουργοί; Διότι, βεβαίως, οι βάσει συγκεκριμένων περιστατικών επισημανθέντες ως τοιούτοι και ήδη εν προφυλακίσει εισέτι ευρισκόμενοι Εμμανουήλ Καπελώνης (υπομοίραρχος) και Ξενοφών Γιοσμάς δεν δύναται να εξαντλώσι το πάνθεον των ούτως εγκληματησάντων. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, δύο εκδοχαί, ως αι μόναι δυναταί του προλαβόντος ερωτήματος λύσεις, ανακύπτουσι. Ή οι κατηγορηθέντες ως άνω συνεργοί είναι οι ίδιοι οι ηθικοί των εγκλημάτων αυτουργοί και επομένως έτυχον επιεικούς μέχρι τούδε ανακριτικής μεταχειρίσεως, ή υπάρχουσι έτεροι ηθικοί αυτουργοί, μήπω εκ της μέχρι τούδε ανακρίσεως επισημανθέντες.
Ιδού το ενώπιον του Ανακριτού τιθέμενον έργον. Ο υποφαινόμενος πιστός εις τον όρκον του, είναι διατεθιμένος να εργασθή με όλην την επιβαλλομένην υπέρτασιν δυνάμεων προς επιτυχή διεξαγωγήν του ανατεθέντος αυτώ έργον. Διότι την δικαστικήν του συνείδησιν δεν είναι διατεθειμένος να απολλοτριώση, όπως και επ’ αφορμή της υποθέσεως ταύτης προς πολλάς κατευθύνσεις του εδόθη ήδη η ευκαιρία να καταδείξη.
Όμως, παρά ταύτα, διακατέχεται από το συναίσθημα του φόβου μήπως η προσπάθειά του ναυαγήση.
Εξοχώτατε Κύριε Υπουργέ,
Εντεύθεν λαμβάνω το θάρρος να απευθυνθώ προς Υμάς, ως τον επί της Δικαιοσύνης εφορεύοντα, και να είπω. Η ανάκρισις υπό τας σημερινάς των πραγμάτων συνθήκας δεν δύναται να ευδοκιμήση. Τους λόγους τούτους εξέθεσα λεπτομερώς και κατά το παρελθόν, και δη διά της υπ’ αρίθ. 1/18.7.1963 αναφοράς μου προς Υμάς, επί Υπουργείας Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Βασιλείου Σακελλαρίου και προφορικώς δια μακρών εις τον ίδιον, κατά την ενταύθα κατ’ Ιούλιον π.έ. άφιξίν του. Συγκλίνουσι δε εις την αλήθειαν:
Πώς είναι δυνατόν να ευοδωθή η ανάκρισις όταν οι ήδη αχθέντες ως κατηγορούμενοι αξιωματικοί χωροφυλακής, δηλαδή και εκείνοι οι οποίοι δεν προεφυλακίσθησαν, εκκρεμούσης εν πάση περιπτώσει και της κατ’ αυτών κατηγορίας, ως και εκείνοι καθ’ ών ενδεχομένως μέλλουσι να προκύψωσιν ευθύναι, διατηρούνται υπηρετούντες εν Θεσσαλονίκη και ελέγχοντες ούτω ουσιαστικώς τα πάντα; Είναι γνωστή η τεραστία εις χείρας των κατά νόμον εξουσία.
Τα μεν στόματα των υφισταμένων των ελέγχονται διά της ιεραρχικής εξαρτήσεως, η δε τυχόν διάθεσις των πολιτών των δυναμένων να γνωρίζωσιν επί της υποθέσεως ουσιώδη γεγονότα εξανεμίζεται, διότι ουδείς δέχεται βεβαίως να αντιμάχηται προς κρατούσας Αρχάς. Η σιωπή λοιπόν πανταχόθεν εξασφαλίζεται.
Αφήνω και την εσκεμμένην παρεμβολήν ποικίλης φύσεως προσκομμάτων, ης απτόν δείγμα κατά το παρελθόν απετέλεσε και η αηδής εκστρατεία στρατολογηθέντων ανυποδήτων, ως επί το πολύ, χωρικών, οι οποίοι επ’ αφορμή της προφυλακίσεως του υποστρατήγου Μήτσου και των λοιπών αξιωματικών κατήλθον ενταύθα και περιέτρεχον τας οδούς της πόλεως κραυγάζοντες επί ώρας “θανατηφόρα” συνθήματα κατά του εισαγγελέως Μπούτη και του υποφαινομένου Ανακριτού, ως δραστών της προμνησθείσης προφυλακίσεως, πάντα δε ταύτα και πάλιν επί παρουσία του Νομάρχου Θεσσαλονίκης και αστυνομικών δυνάμεων, περιορισθεισών εις το να αποτρέψωσιν μόνον την προς το Δικαστικόν Μέγαρον (του Πρωτοδικείου και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών) προσπέλασιν των εγκαθέτων τούτων.
Ταύτα σημαίνουσι βεβαίως ότι Κράτος, εν τη εννοία συνταταγμένων εξουσιών, ων αι αποφάσεις είναι εις πάντας σεβασταί, τουλάχιστον κατά τας “ωραίας”, κατ’ ευφημισμόν, αυτάς του παρελθόντος ημέρας, δεν υπήρξε, αλλά και καταδεικνύουσι την εσωτερικήν (θα έλεγον, ψυχικήν) επαφήν μεταξύ των, κατά την κρίσιν του Ανακριτού αρμοδίως εκφερομένην, εγκληματησάντων αξιωματικών και των λοιπών ενταύθα συναδέλφων των, ιεραρχικώς δε υφισταμένων, διότι μόνον υπό τοιαύτην εκδοχήν δικαιολογείται πως ούτοι ηνέχθησαν τας εις βάρος του Εισαγγελέως και Ανακριτού ως είρηται ασχημίας.
Και δεν είναι το μόνον περιστατικόν, το οποίον βεβαίως έχει και την φαιδράν του όψιν. Υπάρχει και το έτερον γεγονός, ότι οι ως άνω αξιωματικοί, προ της προφυλακίσεώς των, ειδοποιούμενοι πάραυτα περί της υπό του Ανακριτού κλητεύσεως ως μαρτύρων αστυνομικών, εκάλουν τούτους και τους εδίδασκον τι έκαστος θα έλεγε εξεταζόμενος υπό του Ανακριτού, εδίδοντο δε εις τους ούτω κανοναρχουμένους και έγγραφα σημειώματα, εν είδει μνημονίου εκείνων τα οποία έδει να καταθέσωσιν ενώπιον του Ανακριτού.
Περί του γεγονότος τούτου έχω ιδιωτικάς εξ αστυνομικών πάλιν πληροφορίας. Αναμιμνήσκομαι του περιστατικού τούτου όχι δια να διετραγωδήσω τας δυσχερείας ενώπιον των οποίων εν τη επιτελέσει του έργου ευρέθην, αλλά δια να επισημάνω την αλήθειαν: Τι να προσδοκά κανείς παρά των εν λόγω αστυνομικών ως προς την εν τω μέλλοντι επιτέλεσιν ευόρκως των καθηκόντων των, όταν απέκτησαν την πικράν εμπειρίαν, διδασκόμενοι παρά των προϊσταμένων, ότι υπερτέρα του καθήκοντος της Αληθείας και του τοιούτου προς την Δικαιοσύνην της Πατρίδος των τυγχάνει η ανάγκη καλύψεως των εγκληματούντων προϊσταμένων των;
Εντεύθεν αβιάστως ανακύπτει η αναγκαιότης όπως οι φερόμενοι οπωσδήποτε ως αναμεμιγμένοι εις την ανακρινομένην παρ’ εμού υπόθεσιν Αξιωματικοί της αστυνομικής δυνάμεως Θεσσαλονίκης, δηλαδή τόσον οι προφυλακισθέντες και απολυθέντες ως άνω, όσον και οι κριθέντες προσωρινώς απολυτέοι, δηλαδή εκείνοι οι οποίοι ήχθησαν ήδη ως κατηγορούμενοι, αλλά και εκείνοι διά τους οποίους υφίστανται εκ του ήδη συγκομισθέντος ανακριτικού υλικού στοιχεία επιληψίμων ενεργειών των κατά την εσπέραν των γεγονότων, απομακρυνθώσι το ταχύτερον εκ Θεσσαλονίκης και μάλιστα εις υπηρεσίας ουχί εγγύς της Θεσσαλονίκης κείμενας, ώστε να αποτραπή πάσα δυνατότης όπως δι’ επιβολής ή επηρεασμού μαρτύρων παρακωλύσωσι το έργον της ανακρίσεως.
Αξιωματικοί οι οποίοι διατελούσιν υπό κατηγορίαν είναι:
1) Κωνσταντίνος Μήτσου, υποστράτηγος, 2) Ευθύμιος Καμουτσής, συνταγματάρχης, 3) Μιχαήλ Διαμαντόπουλος, αντισυνταγματάρχης, 4) Κωνσταντίνος Δόλκας, αντισυνταγματάρχης, 5) Δημήτριος Σέττας, ταγματάρχης, 6) Τρύφων Παπατριανταφύλλου, μοίραρχος, 7) Δημήτριος Λάζαρής, μοίραρχος, 8) Δημήτριος Καλλιμάνης, μοίραρχος, 9) Νικόλαος Δρούλιας, μοίραρχος, 10) Δημήτριος Κατσούλης, υπομοίραρχος, 11) Εμμανουήλ Βαλεργάκης, υπομοίραρχος, 12) Κωνσταντίνος Κλωνάρης, υπομοίραρχος, 13) Οδυσσεύς Κούκος, υπομοίραρχος, 14) Αναστάσιος Σχινάς, υπομοίραρχος, 15) Κωνσταντίνος Γρίβας, ανθυπομοίραρχος, 16) Λεωνίδας Συμεωνίδης, ανθυπομοίραρχος, 17) Κωνσταντίνος Πρίτσος, ανθυπομοίραρχος, 18) Παναγιώτης Τζιμοτούδης, ανθυπομοίραρχος, 19) Νικόλαος Αγγελόπουλος, υπομοίραρχος, 20) Σάββας Σαββόπουλος, ανθυπομοίραρχος, 21) Νικόλαος Σεγκουνάς, ανθυπομοίραρχος, 22) Περικλής Τσούτσας, ανθυπομοίραρχος.
Τινών εκ τούτων, μετατεθέντων ήδη εκ Θεσσαλονίκης, πρέπει να αποτραπή η επάνοδος.
Αξιωματικοί επιληψίμως ενεργήσαντες, μη τελούντες όμως υπό κατηγορίαν, είναι:
1) Παναγιώτης Τάγαρης, 2) Σωτήριος Γραμματίκας, 3) Γεώργιος Ντούμας, 4) Θωμάς Τασόπουλος, 5) Γεώργιος Αγγελόπουλος, 6) Δημήτριος Αναστόπουλος, 7) Αύγουστος Καραυγουστής, 8) Πέτρος Γκότσης, 9) Διονύσιος Καρυδάκης, άπαντες υπομοίραρχοι διοικηταί παραρτημάτων Ασφαλείας ενταύθα κατά την 22.5.1963, φερόμενοι ως προκαλέσαντες διά στρατολογήσεως εγκαθέτων την αντισυγκρέντρωσιν των αντιφρονούντων.
Επίσης, Σπυρίδων Σταθουλόπουλος, ταγματάρχης, διοικητής Γενικής Ασφαλείας κατά την ημέραν των γεγονότων, αναπτύξας ύποπτον ενεργητικότητα εν σχέσει ιδίως προς τον εκ των αυτουργών Εμμανουήλ Εμμανουηλίδην.
Πάντων των ανωτέρω επιβάλλεται η άμεσος εντεύθεν απομάκρυνσις προς αποτροπήν παρακωλυτικών της ανακρίσεως ενεργειών των. Ως και εις την από 18.7.1963 προς Υμας, ως ανωτέρω, αναφοράν μου έλεγον, “έστω τούτο μία οιονεί ειπείν εισφορά του Σώματος της Χωροφυλακής προς το Ανακριτικόν ημών έργον, το οποίον τα μέγιστα θα διευκολυνθή εάν πληροφορηθή το κοινόν ότι η περιπέτεια εις ήν διά της εν λόγω υποθέσεως ήχθη η Χωροφυλακή, ακολουθείται από αυστηράς και εν τω συνόλω κυρώσεις, οπότε περιαιρουμένου του κλίματος της φοβίας πολλά προσδοκώ να αποκαλυφθώσι”.
Ακριβώς ένεκα του τελευταίου τούτου λόγου θα πρέπει η εντεύθεν απομάκρυνσις των ως άνω αξιωματικών να τύχη ευρυτάτης δημοσιότητος, ώστε να ανακύψη δυνατότης όπως καταστή χρήσιμος διά τον σκοπόν διά τον οποίον θέλει πραγματοποιηθή.
Τέλος, δεν κρίνω άσκοπον, αλλά τουναντίον επιβεβλημένον, όπως διαταχθή αμέσως και ενεργηθή έλεγχος εν τω Υπουργείω Βορείου Ελλάδος ως προς την διάθεσιν διαφόρων κονδυλίων, καθ’ όσον εκ του ήδη συγκομισθέντος ανακριτικού υλικού φέρεται ο εκ των δραστών της δολοφονίας Λαμπράκη Σπυρίδων Κοτζαμάνης ως επιδοτούμενος διά χρηματικών βοηθημάτων παρά του Υπουργείου τούτου επ’ ευκαιρία διαφορών περιστατικών. Το στοιχείον τούτο ίσως να μη τυγχάνη, κατά την κρίσιν του υποφαινομένου, άμοιρον σημασίας και διά την ανακρινομένην υπόθεσιν.
Εμακρυγόρησά πως εν τη εκθέσει των ανωτέρω, εν επιγνώσει διατελών των ατελειών της γραφίδος μου, προς μόνον τον σκοπόν όπως παραστήσω τα σημεία επί των οποίων, κατά την γνώμην τουλάχιστον του υποφαινομένου, δύναται να αναπτυχθή κυβερνητική μέριμνα προς διευκόλυνσιν του έργου της ανακρίσεως.
Επικαλούμαι, εν τω πνεύματι των ανωτέρω, την Υμετέραν συνδρομήν εις την ταπεινήν μου προσπάθειαν.
Μετά βαθυτάτου σεβασμού,
Ο Ανακριτής του Γ’ Τμήματος Θεσσαλονίκης
ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ»