Νομικά άψογη και ηθικά συγκλονιστική η αγόρευση του συνηγόρου πολιτικής αγωγής.
(Κείμενο: Γιάννης Ανδρουλιδάκης, Κυριακάτικη Αυγή, 19/1/2020)
Η αποδεικτική διαδικασία στη δίκη της Χρυσής Αυγής κράτησε ούτε λίγο ούτε πολύ περισσότερο από τεσσεράμισι χρόνια. Είναι δηλαδή η μεγαλύτερη σε διάρκεια δίκη στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Είναι επίσης η μεγαλύτερη δίκη ναζιστικής οργάνωσης σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης, δηλαδή από το 1946 και τη συντριβή του εθνικοσοσιαλισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτή τη δίκη, ο Θανάσης Καμπαγιάννης, συνήγορος πολιτικής αγωγής και εκπρόσωπος των Αιγυπτίων αλιεργατών, υπήρξε ένας από τους πιο εμβληματικούς και παρεμβατικούς δικηγόρους, στη μάχη για την ανάδειξη του εγκληματικού χαρακτήρας της συμμορίας που επιχείρησε -και για μεγάλο χρονικό διάστημα το κατόρθωσε- να φέρει ξανά στην επιφάνεια της Γης τις ιδέες που οδήγησαν στη μεγαλύτερη φρικαλεότητα που διέπραξε ο άνθρωπος από τότε που ανέπτυξε τον πολιτισμό του στη Γη, και άφησαν πίσω τους 65.000.000 νεκρούς, ένα αδιανόητο ηθικό κενό, την αγωνία για τα όρια του απανθρωπισμού και μια ατελείωτη σειρά ανθρώπινων γενεών που στο εξής θα έπρεπε να ζήσουν με τη γνώση ότι το Άουσβιτς είναι κάτι που μπορεί να υπάρξει.
Για όλους αυτούς τους λόγους, πέραν του καθήκοντος να αναπτύξει τα νομικά του επιχειρήματα, να αναδείξει τη σημασία των αποδεικτικών στοιχείων, να συνθέσει τα γεγονότα με τρόπο που να οδηγεί στο λογικά προφανές αλλά νομικά ζητούμενο συμπέρασμα του εγκληματικού χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής, για τον ακούραστο αυτόν συνήγορο, η αγόρευσή του στο τέλος αυτής της δίκης ενείχε αναμφίβολα ένα τεράστιο βιωματικό βάρος: το καθήκον να φανεί ισάξιος της δικής του προσωπικής ζωτικότητας που απόθεσε σε αυτή τη δίκη, αυτός μαζί με λίγους ακόμα σπουδαίους ανθρώπους και δικηγόρους απέναντι σε έναν χρηματοδοτούμενο νομικό στρατό, και τελικά αντάξιος της ιστορίας.
Αναμέτρηση δύο κόσμων
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης, κατά τη μαραθώνια διάρκειας τριών ημερών αγόρευσή του, δεν κέρδισε απλώς, αλλά συνέτριψε αυτό το προσωπικό και συλλογικό στοίχημα. Από τη στιγμή που ξεκίνησε την αγόρευσή του, τονίζοντας ότι, σε αντίθεση με τους φασίστες αντίδικούς του που συνήθιζαν να λένε ότι «οι καλύτερες δουλειές γίνονται νύχτα», αυτός και οι συνάδελφοί τους «εκπροσωπούν ανθρώπους που ζουν στο φως της μέρας», μέχρι την προχθεσινή κατάληξή του, όταν κάλεσε την έδρα, παραφράζοντας τους στίχους του Τόμας Στερνς Έλιοτ, «να μην αφήσουν να τελειώσει ο κόσμος (που χτίστηκε αυτά τα πέντε χρόνια της δίκης) με τον λυγμό των θυμάτων, αλλά με έναν πάταγο που θα σκεπάσει αυτόν τον λυγμό», αναμετρήθηκε με απόλυτη επάρκεια με την ιστορικότητα της στιγμής. Υπήρξε απολύτως επαρκής νομικά, χωρίς ποτέ να υποτιμήσει ότι βρισκόταν στο κέντρο μιας βαθύτατα πολιτικής δίκης, στην οποία έπρεπε να καταδειχθεί ότι αναμετρώνται δύο κόσμοι, αυτός της ζωής, της μέρας, της αλληλεγγύης και της δημιουργίας με αυτόν του θανάτου, του σκοταδιού, του μίσους, της καταστροφής. Εκπλήρωσε την πολιτική αναγκαιότητα μιας τέτοιας αγόρευσης με απόλυτη πληρότητα, χωρίς να αφήσει ασχολίαστο κανένα εξειδικευμένο νομικό κομμάτι από αυτά που τελικά θα κρίνουν, ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, την ετυμηγορία του δικαστηρίου.
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης παρουσίασε με τρόπο συνεκτικό και ακλόνητο αυτό που συνέχει την εγκληματική υπόσταση της Χρυσής Αυγής από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, καταδεικνύοντας ότι η δολοφονική δράση των ταγμάτων εφόδου μετά το 2012 και την είσοδο της οργάνωσης στη Βουλή όχι απλώς δεν ήταν μια εκτροπή από τον αρχικό σχεδιασμό της, αλλά ήταν ακριβώς η πιο θριαμβευτική επιτυχία αυτού του σχεδιασμού. Ανέδειξε τη σημασία της διπλής υπόστασης της ναζιστικής συμμορίας, πολιτικής / κοινοβουλευτικής και παραστρατιωτικής ταυτόχρονα, και επισήμανε τις ιστορικές της καταβολές που ανάγονται στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Ακύρωσε πλήρως τους αντιφατικούς ισχυρισμούς των μελών της Χρυσής Αυγής, μαρτύρων υπεράσπισης και κατηγορουμένων, σχετικά με την οργανωτική της δομή, κάνοντας σαφές όχι μόνο ότι η ναζιστική οργάνωση είχε μέλη, αλλά επιπλέον ότι η εσωτερική της ιεραρχία ήταν άκαμπτη και απολύτως γνωστή σε κάθε μέλος της. Και, τέλος, παρουσίασε ενδελεχώς και αναλυτικά τα στοιχεία που καθιστούν προφανές ότι αυτή η δομή είχε μια πολύ συγκεκριμένη απόληξη: τον αρχηγό Νίκο Μιχαλολιάκο, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να ισχυριστεί ότι κάποιοι πυρήνες αυτονομήθηκαν από αυτόν προκειμένου να αναπτύξουν εγκληματική δράση.
Για τους μετανάστες εργάτες
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης μίλησε με θέρμη και φόρτιση για τους μετανάστες εργάτες που εκπροσωπεί, για τη ζωή τους, για τους φόβους τους, υποχρεώνοντας με γλαφυρό τρόπο κάθε έναν που τον άκουγε -της έδρας συμπεριλαμβανομένης- να δοκιμάσει να βρεθεί με τη σκέψη του στη θέση τους. «Αν δεκαπέντε άνδρες οπλισμένοι με σιδερολοστούς επετίθεντο σε ένα σκυλί την ώρα του ύπνου του, δεν θα είχαμε αμφιβολία για το αν είχαν σκοπό να το σκοτώσουν. Και δεν θα είχαμε αμφιβολία ακόμα και αν κατά την αποχώρησή τους ακούγαμε τους λυγμούς του ζωντανού. Πείτε μου αν ο Αμπουζίντ Εμπάρακ έχει λιγότερα δικαιώματα στη ζωή από αυτό το ζωντανό», ανέφερε χαρακτηριστικά, σε μια ρητορική έκκληση στην εναπομείνασα ντροπή της εισαγγελέως Αδ. Οικονόμου, που δεν δίστασε να πει στην αγόρευσή της ότι «αν οι κατηγορούμενοι είχαν ανθρωποκτόνο πρόθεση απέναντί τους, θα γύριζαν να τελειώσουν τη δουλειά».
Προς το τέλος της αγόρευσής του, ο Θαν. Καμπαγιάννης, αναφέρθηκε στην πραγματική νίκη της ελληνικής κοινωνίας. «Σήμερα, το ψαράδικο του Άχμεντ υπάρχει στο Πέραμα. Αντίθετα, τα γραφεία της Χρυσής Αυγής έχουν κλείσει», είπε. Και αναφέρθηκε σε έναν κόσμο αλληλεγγύης, τον «κόσμο των μελισσών», που οργάνωσε την αλληλεγγύη του, μέσα στο υποβαθμισμένο και χτυπημένο από την ανεργία Πέραμα, για να νικήσει «την άγρια αγέλη των λύκων», τη φασιστική συμμορία που την έβαλε στο μάτι.
Ποιο δικαστήριο και με ποια επιχειρήματα θα μπορούσε ποτέ να πάρει πίσω από την ελληνική κοινωνία αυτή τη μεγάλη νίκη;
Αγαπητέ Θανάση, με αυτή σου την αγόρευση πέρασες στην Ιστορία!