Ο πατέρας και η μητέρα του Σαχζάτ Λουκμάν σε πορεία μνήμης για τον γιο τους στις 17 Ιανουαρίου..
Το δικαστήριο έκρινε πρωτόδικα τον θάνατο του Σαχζάτ Λουκμάν ως εμπρόθετη ανθρωποκτονία με «ρατσιστικό μένος», λόγω της διαφορετικότητας των εξωτερικών χαρακτηριστικών, της θρησκείας και της εθνικής καταγωγής του θύματος. Ήταν μία από τις υποθέσεις-κλειδιά που ανέδειξαν τον χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Τώρα, εκδικάζεται στο Εφετείο.
(Κείμενο: Μαρία Λουκά, Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής, Inside Story, 20/2/2019)
Ήταν 3:20 π.μ. Βαθύ σκοτάδι. Ο 27χρονος εργάτης Σαχζάτ Λουκμάν κινούνταν με το ποδήλατό του στην οδό Τριών Ιεραρχών, στα Πετράλωνα. Ένα σκούτερ σταμάτησε μπροστά του, ανακόπτοντας την πορεία του. Ο Σαχζάτ κατέβηκε από το ποδήλατο. Ο συνοδηγός της μηχανής Διονύσης Λιακόπουλος τον πλησίασε και τον μαχαίρωσε στην καρδιά. Στη συνέχεια ο οδηγός, Χρήστος Στεργιόπουλος, τον μαχαίρωσε με τη σειρά του άλλες έξι φορές στη σπονδυλική στήλη, την πλάτη και τα χέρια. Ο Σαχζάτ πρόλαβε να κάνει λίγα βήματα τρεκλίζοντας και βογκώντας. Μπορεί πριν ξεψυχήσει να πέρασαν από μπροστά του οι εικόνες του χωριού του στο Πακιστάν, της παιδικής του ηλικίας, της αγαπημένης του μητέρας, τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή που κουβαλούσε στη βαλίτσα του όταν έφτασε στην Ελλάδα πριν έξι χρόνια. Μπορεί και τίποτα απ’ όλα αυτά. Μόνο ένα γιατί σ’ ένα σώμα που υποφέρει, καθώς αδειάζει από το αίμα του. Εξέπνευσε λίγα μέτρα παρακάτω πέφτοντας στη ρόδα ενός σταθμευμένου φορτηγού. Οι δολοφόνοι έβγαλαν τις πινακίδες της μηχανής κι έφυγαν. Γιατί οι δολοφόνοι συχνά προσπαθούν να σκεπάσουν άτσαλα τις πράξεις τους και να επιστρέψουν ατάραχοι στην κανονικότητά τους.
Το σκίτσο δημιουργήθηκε από την καμπάνια «Ο Μαύρος Χάρτης της Αθήνας – Βάλ’ τους Χ.
Στις 17 Ιανουαρίου του 2013 διαπράχθηκε στη χώρα μας ένα στυγερό ρατσιστικό έγκλημα. Τέτοια ήταν η δολοφονία του Λουκμάν. Μια εν ψυχρώ εκτέλεση ενός ανθρώπου, επειδή ήταν Πακιστανός. Ήδη από τον Μάιο του 2012, που η Χρυσή Αυγή μπήκε για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο, σημειώθηκε μια πρωτόγνωρη έξαρση της ρατσιστικής βίας. Τα τάγματα εφόδου της οργάνωσης που για πολλά χρόνια δρούσαν υπογείως και κάπως πιο περιορισμένα, ορμώμενα πλέον από τη μεγέθυνση της επιρροής της Χρυσής Αυγής, βγήκαν στους δρόμους και σκόρπισαν τρόμο στις γειτονιές της Αθήνας, στοχεύοντας αρχικά σε μετανάστες και πρόσφυγες αλλά και γενικότερα σε όσους αντιτάσσονταν στο φασιστικό ιδεώδες. Οι δολοφονίες του Λουκμάν και του ράπερ Παύλου Φύσσα ήταν οι δραματικές κορυφώσεις αυτής της διαδικασίας.
«Δεν κάνουν έτσι οι άνθρωποι»
Ο Σαχζάτ Λουκμάν γεννήθηκε το 1986 σε ένα ορεινό χωριό του Πακιστάν. Ήταν ένα από τα δέκα παιδιά μιας πάμφτωχης οικογένειας. Σε ηλικία 21 ετών αποφάσισε να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη, να μεταναστεύσει, να δουλέψει για να βοηθήσει την οικογένειά του. «Για λίγο» είπε στη μητέρα του τη στιγμή που την αποχαιρετούσε. Ζούσε στην Ελλάδα έξι χρόνια. Έμενε μαζί με άλλους τρεις συμπατριώτες του σε ένα δωμάτιο στο Περιστέρι. Παλιότερα δούλευε ως φύλακας σε ένα εργοστάσιο στο Περιστέρι. Όταν αυτό έκλεισε, δούλευε στις λαϊκές αγορές. Ξεκινούσε κάθε μέρα στις 2:30 π.μ. από το σπίτι του στο Περιστέρι με το ποδήλατο, για να φτάσει στα Πετράλωνα και να φορτώσει φρούτα. Ό,τι λεφτά μάζευε, τα μεροκάματα των 20 ευρώ, τα έστελνε πίσω στην οικογένειά του. Τη νύχτα που δολοφονήθηκε βρέθηκαν πάνω του ένα φυλαχτό που του είχε χαρίσει η μητέρα του, ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ κι ένα κινητό Nokia. Τίποτα παράνομο, τίποτα απειλητικό. Πίσω στο χωριό, όταν ανακοίνωσαν στη Σουκράν Μπίμπι ότι ο γιος της σκοτώθηκε σ’ αυτήν τη χώρα που δεν την είχε ξανακούσει, ρώτησε αμέσως αν ο Σαχζάτ είχε πειράξει κανέναν ή αν προσπάθησαν να τον ληστέψουν. «Όχι» της είπαν. Αλλά δεν καταλάβαινε. Δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό της ότι ο γιος της δολοφονήθηκε, επειδή ήταν Πακιστανός εργάτης, επειδή κάποιοι αξιολόγησαν ότι η ζωή του δεν είχε αξία και άρα μπορούσε να φονευτεί. «Δεν κάνουν έτσι οι άνθρωποι» έλεγε. Κι ας μην ήξερε γράμματα. Ήξερε να τιμά και να σέβεται την ανθρώπινη ζωή.
Οι ευσυνείδητοι αυτόπτες μάρτυρες που «έστριψαν» την υπόθεση
Η δολοφονία του Λουκμάν θα παρέμενε ανεξιχνίαστη και ατιμώρητη, όπως έμειναν αρκετές δολοφονίες μεταναστών και προσφύγων που συντελέστηκαν σε κάποιο στενό στο κέντρο της Αθήνας και μπήκαν στο αρχείο, χωρίς κανείς να επιδείξει ιδιαίτερο ζήλο για τη διερεύνηση τους. Ζωές που θανατώθηκαν άγρια χωρίς καν να μάθουμε τα ονόματά τους. Το γεγονός ότι η υπόθεση του Λουκμάν είχε τελικά διαφορετική εξέλιξη οφείλεται στη συγκινητική και άμεση ενεργοποίηση της Πακιστανικής Κοινότητας, που αρνήθηκε να πενθήσει σιωπηλά αλλά έφερε τον κόσμο ανάποδα, διεκδικώντας δικαιοσύνη.
Πανό της Πακιστανικής Κοινότητας έξω από το Εφετείο στις 12 Φεβρουαρίου, μέρα κατά την οποίαν απολογήθηκαν οι κατηγορούμενοι για τη δολοφονία του Λουκμάν.
Οφείλεται, επίσης, στην ευσυνειδησία των αυτοπτών μαρτύρων, που σε ένα κλίμα ακροδεξιάς τρομοκρατίας, δεν δίστασαν να καταθέσουν τι πραγματικά συνέβη, συμβάλλοντας στην αποκάλυψη της αλήθειας. Περιέγραψαν τα χαρακτηριστικά των δραστών κι αυτό ήταν καθοριστικό για τη σύλληψή τους. Η αστυνομία εντόπισε τους δύο άνδρες στο μηχανάκι που επέβαιναν στο Σύνταγμα και τους συνέλαβε. Είναι χαρακτηριστικό ότι έφεραν επάνω τους τα πειστήρια του εγκλήματος, τα δύο μαχαίρια με τα οποία αφαίρεσαν τη ζωή του 27χρονου. Το ένα μάλιστα δεν το είχαν σκουπίσει καν.
Κόσμος συγκεντρωμένος στον όροφο του Εφετείου στην οδό Λουκάρεως παρακολουθεί την μεταγωγή των κατηγορουμένων από τον Κορυδαλλό, στις 12 Φεβρουαρίου.
«Η παρουσία των δύο μαρτύρων, η επιλογή τους να μη κλείσουν το παντζούρι, να κατέβουν κάτω, να δώσουν τα χαρακτηριστικά των δραστών στους αστυνομικούς που έφτασαν στο σημείο, ήταν κομβική. Αν δεν είχαν κάνει αυτήν την επιλογή, μάλλον μέχρι και σήμερα δεν θα γνωρίζαμε τους δράστες. Θα ήταν άλλη μια ορφανή δολοφονία μετανάστη στην Αθήνα. Υπήρχαν κι άλλοι που είδαν τη δολοφονία αλλά επέλεξαν να μη μιλήσουν, γιατί δεν ήθελαν μπλεξίματα. Αυτό το γνωρίζουμε γιατί οι ίδιοι οι αυτόπτες λένε ότι άκουσαν κι άλλα παντζούρια να ανοίγουν. Ήταν το συγκεκριμένο ζευγάρι, όμως, που έκανε το βήμα να βοηθήσει. Οι δράστες αφαίρεσαν την πινακίδα της μηχανής και αποχώρησαν από το σημείο, θεωρώντας ότι δεν τους είχε δει κανείς. Γι’ αυτόν το λόγο είχαν την αυτοπεποίθηση να μη γυρίσουν καν στα σπίτια τους αλλά να κατευθυνθούν προς το κέντρο της πόλης, να κάνουν τον γύρο του θριάμβου –όπως το κωδικοποίησε η εισαγγελέας του πρώτου δικαστηρίου– μαζί με τα πειστήρια του εγκλήματος, γιατί τα αντιλαμβάνονταν ως λάφυρα. Αυτό το έκαναν και εξαιτίας της αίσθησης ασυλίας που υπήρχε τη διετία 2012-2013 στα εγκλήματα ρατσιστικής βίας και επειδή είχαν την πεποίθηση ότι δεν τους είδε κανείς» επισημαίνει ο Θανάσης Καμπαγιάννης, εκ των δικηγόρων της οικογένειας Λουκμάν.
Οι ισχυρισμοί περί «διαπληκτισμού» και η έρευνα που τους ανέτρεψε
Ο βασικός υπερασπιστικός ισχυρισμός των δραστών ήταν ότι προηγήθηκε καβγάς με το θύμα. Ακούγεται ούτως ή άλλως παράλογο το σενάριο ένας άοπλος Πακιστανός σε ποδήλατο, χωρίς ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς, να επιτίθεται σε δύο ένοπλους άνδρες που επιβαίνουν σε μηχανή. Το διαψεύδουν, όμως, και οι ίδιοι οι μάρτυρες. Ειδικότερα, οι δύο δράστες είπαν ότι ο Λουκμάν τους έκλεινε τον δρόμο με το ποδήλατο και δεν μπορούσαν να φύγουν, ότι σταμάτησαν πίσω από το ποδήλατο, ότι ο Λουκμάν κατέβηκε και τους επιτέθηκε πρώτα φραστικά και μετά σωματικά, ότι έκανε κεφαλοκλείδωμα στον Λιακόπουλο και ότι δεν τον άφησε παρά το γεγονός ότι ο Λιακόπουλος τον είχε μαχαιρώσει στην καρδιά και γι’ αυτό ο Στεργιόπουλος τον μαχαίρωσε άλλες έξι φορές, ότι παρατήρησαν πως ήταν καλά και όρθιος και γι’ αυτό έφυγαν. Οι αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν ότι η μοναδική φωνή που άκουσαν ήταν του Λουκμάν που πονούσε, ότι ο Λουκμάν παραπατούσε κι έπεσε στο έδαφος πριν φύγουν οι δράστες, ότι άκουσαν τον Στεργιόπουλο να λέει στον Λιακόπουλο «άντε έλα, πάμε να φύγουμε» την ώρα που ο Λουκμάν ξεψυχούσε, ενώ απέκλεισαν την πιθανότητα το ποδήλατο να εμπόδιζε ένα σκούτερ να προσπεράσει με δεδομένο το πλάτος του δρόμου. Κατηγορηματικός ήταν και ο ιατροδικαστής που εξέτασε τη σωρό του θύματος, λέγοντας: «Ακόμα και σε σκαλιά νοσοκομείου να βρισκόταν δεν θα ζούσε. Πρόλαβε μόνο να περπατήσει 10-15 μέτρα πριν πέσει νεκρός» και επιβεβαίωσε ότι «δεν προκύπτει οποιαδήποτε ένδειξη συμπλοκής από την ιατροδικαστική εξέταση». Ωστόσο, η Αστυνομία αρχικά ενστερνίστηκε την αφήγηση των δραστών περί διαπληκτισμού.
Κόσμος παρακολουθεί από το μπαλκόνι την πορεία μνήμης που έλαβε χώρα στις 17 Ιανουαρίου στα Πετράλωνα, στο μέρος όπου σκοτώθηκε ο Λουκμάν.
«Η αστυνομία υιοθέτησε αρχικά τον ισχυρισμό του διαπληκτισμού. Δεν υπάρχει κανένας μάρτυρας που να άκουσε οποιονδήποτε διαπληκτισμό. Οι αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες δηλώνουν ότι ξύπνησαν από τα βογκητά του Λουκμάν. Άνοιξαν το παντζούρι και παρακολούθησαν το τέλος της επίθεσης, δηλαδή να πεθαίνει και τους δράστες να φεύγουν. Μέσα από τα δικά τους μάτια, βλέπουμε ότι όλα διάρκεσαν λίγα δευτερόλεπτα. Η γυναίκα μάρτυρας λέει ότι το πρώτο πράγμα που της κλέβει τη ματιά ήταν ότι η ρόδα του ποδηλάτου εξακολουθούσε να γυρίζει τη στιγμή που ο Λουκμάν κατέληγε στο σταθμευμένο φορτηγό και ο Στεργιόπουλος έλεγε στον Λιακόπουλο να φύγουν. Αυτό σημαίνει ότι το περιστατικό εξελίχθηκε σε ελάχιστο χρόνο. Ήταν αστραπιαία και σφοδρή η επίθεση που δέχτηκε ο Λουκμάν» προσθέτει ο δικηγόρος.
Η μητέρα του Λουκμάν αποθέτει ένα τριαντάφυλλο στο σημείο που σκοτώθηκε ο γιος της στα Πετράλωνα, κατά την πορεία μνήμης που έλαβε χώρα στις 17 Ιανουαρίου.
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα σπίτια των δραστών ήταν αποκαλυπτική και συμπλήρωσε με ευκρίνεια το παζλ της ταυτότητάς τους. Στο σπίτι του Λιακόπουλου βρέθηκαν τρία στιλέτα-πεταλούδα, μια σιδηρογροθιά, ένας σουγιάς, ένα ξύλινο ρόπαλο, μια κυνηγετική σφεντόνα, φυσίγγια, 117 προεκλογικά φυλλάδια της Χρυσής Αυγής, αυτοκόλλητα και άλλα υλικά της οργάνωσης. Στο σπίτι του Στεργιόπουλου βρέθηκαν ένα ξύλινο ρόπαλο, κάλυκες, μια μαύρη λεπίδα καθώς και η ταυτότητα ενός Έλληνα υπηκόου που είχε δηλωθεί στην Αστυνομία ως κλεμμένη. Επίσης, στο σπίτι του Λιακόπουλου βρέθηκαν κάρτες παραμονής μεταναστών, ένδειξη ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που επιτέθηκε σε μετανάστη. Ο Λιακόπουλος υποστήριξε ότι κατείχε τόσο μεγάλο όγκο φυλλαδίων της Χρυσής Αυγής, γιατί τα χρησιμοποιούσε ως γραφική ύλη. Μόνο που τα φυλλάδια ήταν τυπωμένα κι από τις δύο πλευρές! Ωστόσο, ήταν η εποχή ακόμα που όλα αυτά αντιμετωπίζονταν από τις αρχές ως «μεμονωμένα περιστατικά» –δια στόματος του τότε Υπουργού Δημόσιας Τάξης, Νίκου Δένδια– με αποτέλεσμα να υπάρξει ολιγωρία και να μη δρομολογηθούν όλες οι απαραίτητες ενέργειες που θα φώτιζαν περισσότερο το πλαίσιο, στο οποίο έλαβε χώρα η συγκεκριμένη επίθεση.
«Ήταν προφανές ότι ο Λιακόπουλος ήταν θαμώνας της Χρυσής Αυγής των Νοτίων Προαστίων. Υπήρχε μια ουσιώδης διαφορά στην πορεία των ερευνών σε σχέση με τη μεταγενέστερη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Δεν κατασχέθηκαν ποτέ τα κινητά των δραστών. Αυτό στέρησε μια σημαντική δυνατότητα να γνωρίζουμε με ποιους είχαν μιλήσει, ποιοι ενημερωθήκαν για τη δολοφονία. Επρόκειτο για εποχούμενη διμελή ομάδα που είχε όλα τα χαρακτηριστικά σε μικρογραφία που είχαν οι ομάδες κρούσης της Χρυσής Αυγής, δηλαδή δράση τη νύχτα, αριθμητική υπεροπλία, αιφνιδιαστική προσέγγιση, σφοδρότητα επίθεσης και άμεση διαφυγή» τονίζει ο Θανάσης Καμπαγιάννης.
Πλακάτ και αφίσες από την πορεία στη μνήμη του Λουκμάν στα Πετράλωνα την 17η Ιανουαρίου.
Η υπόθεση της δολοφονίας του Λουκμάν συμπεριλήφθηκε στο πόρισμα Βουρλιώτη που στάλθηκε στον Άρειο Πάγο, βάσει του οποίου η Χρυσή Αυγή αποτελεί εγκληματική οργάνωση. Οι δύο δράστες είναι κατηγορούμενοι και στη μεγάλη δίκη της Χρυσής Αυγής που βρίσκεται σε εξέλιξη. Παρά τη γενικευμένη δυστοκία, η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας τον Απρίλη του 2014 ήταν αφοπλιστική. Με επτά ψήφους –όσες και οι μαχαιριές που δέχτηκε ο Λουκμάν– οι δράστες κρίθηκαν ομόφωνα ένοχοι χωρίς ελαφρυντικά για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και από κοινού, της οπλοφορίας, της οπλοχρησίας, της παράνομης οπλοκατοχής και της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος. Τους επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Μια πολύ σημαντική παρακαταθήκη της συγκεκριμένης απόφασης είναι ότι αποδέχεται και περιγράφει κρυστάλλινα το ρατσιστικό κίνητρο της δολοφονίας: «… η πράξη τους τελέστηκε από μίσος προκαλούμενο λόγω της διαφορετικότητας των εξωτερικών χαρακτηριστικών του θύματος, της θρησκείας του, της εθνικής και εθνοτικής του καταγωγής».
Η συνέχεια στο Εφετείο και το διακύβευμα
Πριν από λίγο καιρό ξεκίνησε στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο η δίκη της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό. Για πρώτη φορά, έξι χρόνια μετά τη δολοφονία, ακούστηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου ότι οι δύο κατηγορούμενοι στην πραγματικότητα είχαν παραδεχτεί από την πρώτη στιγμή το ρατσιστικό κίνητρο. Ο αστυνομικός που συνέλαβε τους δύο άνδρες κατέθεσε πως σε συνομιλία που είχε μαζί τους μέσα στο Αστυνομικό Τμήμα Πετραλώνων, όταν τους ρώτησε τι ακριβώς είχε συμβεί, του απάντησαν ως εξής: «Καλά δεν του κάναμε; Αφού μπαίνουν στα σπίτια μας. Έχουν έρθει στη χώρα μας, μας ληστεύουν, μας κάνουνε κακό. Καλά δεν του κάναμε;». Ο μάρτυρας πιέστηκε αρκετά από την υπεράσπιση να ανακαλέσει, αλλά δεν το έκανε. Στις 12 Φεβρουαρίου 2019 απολογήθηκαν οι δύο κατηγορούμενοι, επαναφέροντας το σενάριο του διαπληκτισμού και επιχειρώντας την ενοχοποίηση του ίδιου του θύματος. Υπέπεσαν σε πολλές αντιφάσεις, τόσο σε σχέση με όσα κατέθεσαν οι ίδιοι στην προανάκριση, όσο και με αυτά που κατέθεσαν οι αυτόπτες. Παρόντες στη συνεδρίαση ήταν ο Καρντίμ Χουσεΐν, πατέρας του Λουκμάν αλλά και η Μάγδα Φύσσα. Δύο άνθρωποι που έχασαν τα παιδιά τους από τα χέρια χρυσαυγιτών συμπορεύονται για τη δικαίωση της μνήμης των νεκρών τους, για να μην θρηνήσουν άλλοι γονείς τα δικά τους παιδιά.
Από την πορεία μνήμης στην οδό Τριών Ιεραρχών στα Πετράλωνα, όπου σκοτώθηκε ο Λουκμάν, την 17η Ιανουαρίου.
Αυτό που εκκρεμεί για να ολοκληρωθεί η διαδικασία είναι η εισήγηση του εισαγγελέα και οι αγορεύσεις των δικηγόρων. Δυστυχώς όμως, οι ρυθμοί της ελληνικής δικαιοσύνης είναι συχνά νωχελικοί. Η επόμενη δικάσιμος ορίστηκε για τις 22 Μαρτίου 2019, δηλαδή σχεδόν ενάμιση μήνα μετά από την προηγούμενη. Όταν, μάλιστα, η Πολιτική Αγωγή ενημέρωσε την έδρα ότι η βίζα του Καρντίμ Χουσεΐν λήγει στις 18 Μαρτίου 2019, η απάντηση του προέδρου απέπνεε μάλλον μια αδυναμία ενσυναίσθησης. «Δεν τον χρειαζόμαστε» είπε. Το χρειάζεται αυτός. Αφορά στη δολοφονία του γιου του.
Η μητέρα του Σαχζάτ Λουκμάν στην πορεία μνήμης για τον γιο της.
Η αναγνώριση και η ρητή επισήμανση του ρατσιστικού κινήτρου είναι το βασικό διακύβευμα στη δευτεροβάθμια εκδίκαση της υπόθεσης. «Υπάρχει αλλαγή νομοθεσίας. Το 2015 καταργήθηκε το άρθρο 79 παράγραφος 3 όσον αφορά στο ρατσιστικό κίνητρο και θεσμοθετήθηκε το άρθρο 81Α για το ρατσιστικό έγκλημα. Η νομοθεσία αυστηροποιήθηκε. Το πρόβλημα είναι ότι δεν προβλέφθηκε μεταβατική διάταξη για τις αποφάσεις που είχαν ήδη ληφθεί σε α’ βαθμό με βάση το άρθρο 79, όπως ήταν η απόφαση για τον Λουκμάν. Τώρα, λοιπόν, που βρισκόμαστε στο Εφετείο η παλιά διάταξη έχει καταργηθεί και η νέα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί γιατί στον β’ βαθμό δεν είναι δυνατό να επιβαρυνθεί η θέση του κατηγορουμένου ως πάγια αρχή του ποινικού δικαίου. Υπάρχει μια νομική τρύπα, η οποία δεν πρέπει να οδηγήσει στην αποσιώπηση του ρατσιστικού χαρακτήρα. Το δικαστήριο πρέπει στο σκεπτικό της απόφασής του να εξηγήσει ποιο ήταν το κίνητρο των δραστών. Τυχόν επιστροφή σε τοποθετήσεις περί διαπληκτισμού, θα είναι σκανδαλώδης. Ο στόχος είναι να παραμείνει η ποινή της πρωτόδικης απόφασης, δηλαδή ισόβια κάθειρξη, χωρίς ελαφρυντικά και με περιγραφή του ρατσιστικού κινήτρου. Οι δράστες παραμένουν αμετανόητοι. Την ίδια στιγμή που ψέλλισαν μια συγγνώμη προς την οικογένεια, στις απολογίες τους επιχείρησαν μια δολοφονία χαρακτήρα του θύματος, σκιαγραφώντας τον Λουκμάν ως βίαιο και επιθετικό. Δεν υπάρχει ίχνος μετάνοιας σ’ αυτήν την τοποθέτηση. Το τι, λοιπόν, θα αποφασίσει το Μικτό Ορκωτό έχει σημασία για το μέγεθος της αποδοκιμασίας της ρατσιστικής βίας» υπογραμμίζει ο Θανάσης Καμπαγιάννης.
«Από τη δολοφονία του Λουκμάν ξεκίνησαν όλα»
Η Ελένη Τάκου, αναπληρώτρια διευθύντρια της οργάνωσης Human Rights 360, είχε καταγράψει το έγκλημα από το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας και παρακολουθεί στενά την υπόθεση: «Μ’ έναν λυπηρό τρόπο από εκεί ξεκίνησαν όλα. Θυμίζω ότι τέσσερις μέρες μετά τη δολοφονία του Λουκμάν ξεκίνησε η λειτουργία των γραφείων Αντιμετώπισης της Ρατσιστικής Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας, παρότι είχε νομοθετηθεί καιρό πριν. Μέσα από υποθέσεις όπως αυτή του Λουκμάν και του εμπρησμού του κουρείου στη Μεταμόρφωση αναδείχθηκε ο οργανωμένος χαρακτήρας της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Έχει σημασία να αναδειχθεί ξεκάθαρα το ρατσιστικό κίνητρο και να μην περιγραφεί ως μια απλή δολοφονία. Το ρατσιστικό κίνητρο επιφέρει μεγαλύτερη ηθική απαξία, διότι φανερώνει ότι οι άνθρωποι δεν στοχοποιούνται για οποιονδήποτε ατομικό λόγο αλλά επειδή ανήκουν σε συγκεκριμένη φυλή, εθνότητα, θρησκεία. Είναι ειδεχθέστερο έγκλημα, γιατί αποτελεί απειλή συνολικά για την κοινωνία και το κράτος δικαίου» σημειώνει.
Πορεία μνήμης στην οδό Τριών Ιεραρχών, όπου δολοφονήθηκε ο Λουκμάν.
Η δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν ήταν από την πρώτη μέρα μια πολύ σημαντική ιστορία, γιατί επαλήθευσε με τον πιο βάναυσο τρόπο τον συλλογικό φόβο για την άνοδο της ακροδεξιάς βίας και τις τραγικές της επιπτώσεις για τις κοινωνίες μας. Η εκδίκαση της υπόθεσης στο Εφετείο προχωράει σχετικά αθόρυβα, χωρίς να απασχολεί τον δημόσιο λόγο, ούτε να γίνεται θέμα στα δελτία ειδήσεων. Ωστόσο, η απόφαση του δικαστηρίου που θα ανακοινωθεί σε λίγες μέρες θα εμπεριέχει αναπόφευκτα ένα μήνυμα για το αν η Πολιτεία ανέχεται τον ρατσισμό, αν οι ζωές των μεταναστών συνανθρώπων μας έχουν αξία και πρέπει να προστατεύονται, αν οι μνήμες των δολοφονημένων είναι ιερές.