Η δίκη της Χρυσής Αυγής και η αντεπίθεση του αντιφασιστικού κινήματος

xa_gaitanou(Κείμενο: Ειρήνη Γαϊτάνου, RedNoteBook, 09/04/2015)

Η Δευτέρα 20 Απριλίου είναι μια ιστορική ημερομηνία, όσο κι αν μέχρι σήμερα επικρατεί ένα πλέγμα αμηχανίας και σχεδόν σιωπής γύρω από αυτήν. Η δίκη της Χρυσής Αυγής είναι η ίδια μια δίκη ιστορικού χαρακτήρα, από τις ελάχιστες όλων των εποχών και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, ο σχετικός δημόσιος διάλογος είναι ιδιαίτερα υποβαθμισμένος. Με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, και μετά τις αποφυλακίσεις τους καθώς πέρασε το 18μηνο, 69 βουλευτές και στελέχη της Χρυσής Αυγής, θα βρεθούν μπροστά σε μια δικογραφία 1109 σελίδων με βάση το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, κατηγορούμενοι για φυσική και ηθική αυτουργία σε μια δολοφονία (του Παύλου Φύσσα), δεκάδες επιθέσεις και ξυλοδαρμούς, παράνομη οπλοφορία, καθώς και για ένταξη και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.

Η δίκη αυτή όχι απλά είναι υπόθεση όλης της κοινωνίας, αλλά αποτελεί επίσης και κεντρικό πολιτικό επίδικο της περιόδου, και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί. Μακρυά από κάθε λογική θεσμικών διαδικασιών κεκλεισμένων των θυρών, ή στο περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, το αντιφασιστικό κίνημα και κάθε αντιφασιστικό κοινωνικό αντανακλαστικό πρέπει να δώσουν τον τόνο, με πληροφόρηση, δημοσιότητα, κινητοποιήσεις και ανάδειξη των πραγματικών επιδίκων γύρω από τη δίκη. Οι συνθήκες και ο ίδιος ο χώρος διεξαγωγής της δεν βοηθούν, καθώς επιδιώκεται ακριβώς να αποφευχθεί αυτή η δυνατότητα. Μακριά από το κέντρο της Αθήνας, στις γυναικείες φυλακές (!) Κορυδαλλού, σε μια πολύ μικρή αίθουσα (μόλις 153 θέσεις για το κοινό, 128 για δικηγόρους και οι δημοσιογράφοι σε άλλο χώρο), η επιλογή εξυπηρετεί ακριβώς αυτό το στόχο υποβάθμισης και κοινωνικοπολιτικής αποστείρωσης.

Υπάρχουν διάφοροι κίνδυνοι, και κυρίαρχος είναι αυτή η αποστείρωση, η επικέντρωση γύρω από το αποκλειστικά δικαστικό και θεσμικό σκέλος και τελικά η αντιμετώπιση της δίκης ως μιας τυπικής διαδικασίας και του φασιστικού φαινομένου ως τεχνικό και όχι πολιτικό φαινόμενο. Εξαιρετικά κακός προάγγελος σε αυτή την κατεύθυνση είναι τόσο η υποτίμηση του ζητήματος από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όσο και η εξαιρετικά προβληματική στάση της προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου, που ενθάρρυνε την πολιτική νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής μέσα στο κοινοβούλιο. Μια τέτοια λογική θα έχει φυσικά αντανάκλαση και στην ίδια την εξέλιξη της δίκης, καθώς θα πριμοδοτούσε την εστίαση στη φυσική αυτουργία, και μάλιστα στα πλαίσια μιας δικογραφίας και μιας νομικής προδικασίας που, όπως έχουν αναδείξει πολλοί νομικοί, είναι προβληματική, ανεκτική και με κενά. Είναι αυτονόητο πόση σημασία έχει η καταδίκη των στελεχών της Χρυσής Αυγής για τις κατηγορίες της ηθικής αυτουργίας, και τι αντίθετα θα σηματοδοτήσει η απαλλαγή τους. Κι αυτό είναι κάτι που αποτελεί σε τελική ανάλυση πολιτική επιλογή, και θα επιτευχθεί μόνο υπό τον πολιτικό εκβιασμό του αντιφασιστικού κινήματος και της ενεργούς παρουσίας του σε όλα τα επίπεδα.

Γι’ αυτό ακριβώς έχει μεγάλη σημασία η συγκρότηση της πρωτοβουλίας για την Πολιτική Αγωγή του Αντιφασιστικού Κινήματος (https://jailgoldendawn.com), από ομάδα νομικών, κάποιοι από τους οποίους έχουν οι ίδιοι αναλάβει συγκεκριμένες υποθέσεις της δίκης, τοποθετώντας όμως πολιτικά το ίδιο το κίνημα στη θέση της πολιτικής αγωγής. Στο δε blog της πρωτοβουλίας γίνεται μια εξαιρετική προσπάθεια συγκέντρωσης υλικού, πληροφορίας και δημοσιευμάτων γύρω από την υπόθεση, συμβάλλοντας σημαντικά στη δημοσιοποίηση και το άνοιγμα στην κοινωνία, και μέσα από την ανεξάρτητη πρόσβαση στη δικογραφία και την ίδια τη δικαστική διαδικασία. Αυτή και κάθε άλλη σχετική προσπάθεια, και σε συντονισμό, είναι κρίσιμες και μπορούν να αποβούν καθοριστικές.

Δεύτερος κίνδυνος, που επίσης συνδέεται με την πολιτική αποστείρωση της δίκης, είναι να αναπτυχθεί η αντίληψη ότι αυτό που εκφράζεται είναι κάποιο είδος “δημοκρατικού μετώπου” με τους εκπροσώπους της αστικής πολιτικής και τους θεσμούς, στη λογική του συνταγματικού τόξου και της πλήρους αποσύνδεσης του φασιστικού φαινομένου από το αστικό πολιτικό σύστημα και τον καπιταλισμό. Και έτσι, να ανατεθεί σε κάποιο είδος “εμπιστοσύνης στην αστική δικαιοσύνη”. Όπως δηλώνουν και οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής: “Γνωρίζουμε ότι το πεδίο της δίωξης είναι ναρκοθετημένο: από την χρόνια κρατική ανοχή της δράσης των νεοναζί, από τη χρήση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα για τις οποίες ο προοδευτικός νομικός κόσμος της χώρας έχει ουσιαστικές αντιρρήσεις, από τη διάβρωση των κρατικών μηχανισμών από μέλη της συμμορίας.” Η προσφυγή και σε θεσμικά εκτός από αντιθεσμικά μέσα, δε σηματοδοτεί καμία αυταπάτη για το ρόλο τους, ή για τη σύνδεση του φασιστικού φαινομένου και της Χρυσής Αυγής συγκεκριμένα με το σύστημα – αντίθετα, επιπρόσθετο καθήκον είναι ακριβώς η ανάδειξη της συστημικότητας της Χρυσής Αυγής.

Τρίτος κίνδυνος που συνδέεται με τα παραπάνω ωστόσο είναι η υποτίμηση της διαδικασίας της δίκης ακριβώς ως θεσμική διαδικασία. Αντίθετα, πρέπει να είναι εντελώς σαφές ότι η δίκη σε επίπεδο τακτικής αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία στοχοποίησης και χτυπήματος της Χρυσής Αυγής, και ως τέτοια δεν πρέπει να χαθεί. Συνιστά από την πλευρά του κινήματος την αξιοποίηση και όξυνση των αντιφάσεων του αντιπάλου για να δοθεί μια τεράστια μάχη. Εξάλλου, η ίδια η δικαστική διαδικασία προέκυψε υπό το βάρος του αντιφασιστικού κινήματος, τόσο όλα τα τελευταία χρόνια, όσο και μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Και υπό την διαρκή κινηματική παρουσία του πρέπει να διεξαχθεί και η ίδια η δίκη. Το αντιφασιστικό κίνημα δίνει τη μάχη σε όλα τα επίπεδα, και γι’ αυτό δεν πρέπει και να υποτιμήσει το θεσμικό, αλλά υπό δύο όρους. Πρώτον, συνειδητοποιώντας ότι τίποτα δεν τελειώνει εκεί, ότι αποτελεί τακτική ευκαιρία αλλά όχι πεδίο τελικής επίλυσης. Πρώτιστο καθήκον παραμένει η συγκρότηση μάχιμου αντιφασιστικού κινήματος, αυτοτελών δομών οργάνωσης της αντιφασιστικής πάλης, ενιαίων αντιφασιστικών επιτροπών στη βάση και με συντονισμό τους, μακρυά από λογικές «συνταγματικού τόξου». Και δεύτερο και κυριότερο, να συμβάλλουμε στην πολιτικοποίηση της δίκης, να ξαναέρθουν στο προσκήνιο η δράση και τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής σε μια περίοδο που τα στελέχη της επιδιώκουν να κρατήσουν χαμηλό προφίλ, να σειστεί η ίδια η δίκη και οι δρόμοι της πόλης από κινητοποιήσεις και πρωτοβουλίες. Έχουμε δυο κακά προηγούμενα: την ανεπάρκειά μας μπροστά στη δολοφονική επίθεση ενάντια στον Δημήτρη Κουσουρή, και την πρόσφατη απαλλαγή του Κασιδιάρη για τον ξυλοδαρμό της Λιάνας Κανέλλη, υπό την απουσία του κινήματος. Οι ευθύνες της Αριστεράς, τόσο στα συγκεκριμένα στιγμιότυπα όσο και ευρύτερα, είναι σημαντικές. Έχουμε δρόμο ακόμα για την αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου στην ελληνική κοινωνία, σε όλα τα επίπεδα, αλλά η δίκη μπορεί να αποτελέσει σημαντικό σταθμό σε αυτή τη διαδικασία. Δεν έχουμε καμία πολυτέλεια να αφήσουμε αυτή τη δυνατότητα να χαθεί.

2 thoughts on “Η δίκη της Χρυσής Αυγής και η αντεπίθεση του αντιφασιστικού κινήματος

  1. Οι Χρυσαυγητες δεν προκειται να αφησουν τη δικη να διεξαχθει.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.